Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2014

Χωρίς αρχή.



Έμεινες με τα χέρια κρεμασμένα από τη μεταλλική κουπαστή, σχεδόν ακίνητη για αρκετή ώρα. Τόση ώστε από μακριά να μοιάζεις με άγαλμα. Ένα ακίνητο κέλυφος που με κατανόηση της κατάστασης παρέμενε αμετακίνητο προσπαθώντας να προστατέψει όλες εκείνες τις εύθραυστες εικόνες και όλα εκείνα τα συναισθήματα που είχες μάθει να κρύβεις τόσο καλά μέσα του.
Η θάλασσα για ακόμα μια ημέρα ακολουθώντας τη δική της πορεία είχε υποχωρήσει τόσο όσο χρειαζόταν ώστε να σχηματιστεί μια υποψία αμμουδιάς, γεμάτη όμως με λάσπη, βρωμιές και παλιοσίδερα. Μια εικόνα που σε ώθησε να κάνεις έναν παραλληλισμό με όλα αυτά που έκρυβες κάτω από τη δική σου επιφάνεια.
Η κίνηση αέναη και έτσι αναπόφευκτη, να μαρτυρά μια συνεκτικότητα μεταξύ τόσο αντιφατικών δυνάμεων τις οποίες το μυαλό σου δεν μπορούσε να αναλύσει απόλυτα.
Άφησες τη ματιά σου να φύγει και πετώντας πάνω από τον Τάμεση να φτάσει ως την αντίπερα όχθη, νιώθοντας το δικό του μούδιασμα για αυτά τα νέα  κλιματολογικά δεδομένα. Έιχε μια εικόνα για αυτή την ζέστη από τα διάφορα πουλιά που κατά καιρούς τύχαινε να περνούν από εδώ και μοιράζονταν μαζί του τις διάφορες εμπειρίες τους αλλά σε καμία περίπτωση δεν ήταν έτοιμος να ζήσει κάτι τέτοιο και έτσι αυτή η κατάσταση τον ζόριζε.
Ακριβώς όπως ζόριζε και εσένα ο έρωτας. Είχε περάσει, όπως πάντοτε, ακολουθώντας τη φυσική εξέλιξη κάθε παροδικού συναισθήματος και ένιωθες ότι σε είχε αφήσει φτωχότερη. Σου είχε ξεκλειδώσει μια πόρτα που ποτέ πριν δεν είχες προσέξει ότι υπήρχε και τώρα τούτη η γνώση σε έκανε να ασφυκτιάς μέσα σε τούτο το βιολογικό κουφάρι που η τύχη και ο καιρός όρισαν αναγκαία συνθήκη για την ύπαρξη σου.
Πόσες φορές στο άμεσο παρελθόν, θολωμένη από μια ακατανίκητη τρέλα, δεν βάλθηκες να ακυρώσεις τα πρέπει μπήγοντας τα νύχια σου όσο πιο βαθιά μπορούσες στην ήδη ταλαιπωρημένη σάρκα σου. Το ένιωθες σαν τιμωρία και ταυτόχρονα σαν λύτρωση από την σαρκική τούτη δέσμευση που σαν ασθένεια σε είχε νικήσει σχεδόν ολοκληρωτικά.
Όμως πλέον γνώριζες ότι όσο και αν ενοχλούσες τη σάρκα, το πρόβλημα ήταν κάπου αλλού. Σε εκείνο το μέρος που άλλοι ονομάζουν ψυχή, άλλοι θεό και άλλοι υπερεκτιμημένη κενότητα.
Ακουμπισμένη σε εκείνη τη μεταλλική κουπαστή ένιωσες το κρύο να περνά από τα μπράτσα σου στο αίμα σου και από εκεί κατευθείαν σε τούτο τον παράξενο τόπο. Η φωνή του, εξίσου κρύα, αντηχούσε στο μυαλό σου παίζοντας ξανά και ξανά τον ίδιο ανατριχιαστικά ανά τους αιώνες μονότονο σκοπό που το ψέμα δημιουργεί όταν οι άνθρωποι προσπαθούν μέσα από αυτό να βρουν διέξοδο.
Είχες χαθεί και έπρεπε να το παραδεχτείς. Βρισκόσουν χωρίς καν να το έχεις επιλέξει ανάμεσα σε δύο κόσμους και τους κοιτούσες με την ίδια παιδική περιέργεια.
Από τη μια υπήρχε ο κόσμος στον οποίο εναπόθετες όλες αυτές οι εικόνες και τα συναισθήματα του χθες που είχες μάθει να χρησιμοποιείς ως απόδειξη της πραγματικότητας της ύπαρξης σου. Ο κόσμος του υπάρχειν, θα μπορούσε κάποιος να τον χαρακτηρίσει. Ο κόσμος στον οποίο ο εαυτός σου βρισκόταν υπό μια αρχή. Την αρχή του να μπορεί να αναγνωρίζεται μέσα από αυτήν. Έτσι τούτος ο κόσμος για λάθος λόγους σου δημιουργούσε τη σωστή οπτική του υπάρχειν και έδινε νόημα στο 'είμαι'. Αυτός ο κόσμος στο μυαλό σου ήταν και ο απλούστερος. Κατείχες όλα τα δεδομένα και έτσι η ανάλυση του ήταν από εύκολη έως βαρετή.
Ο άλλος κόσμος στον αντίποδα, ήταν η πηγή του προβλήματος και απόλυτα ειρωνικά η λύση του.
Κοιτούσες προς τη μεριά του, όμως οι εικόνες παρέμεναν θαμπές και αρκετά ρευστές. Για στιγμές μόνο σταθεροποιούνταν και ακόμα και τότε, με την αντίληψη τούτης της σταθερότητας, το μυαλό σου αντιδρούσε και τις ωθούσε να ξαναγίνουν όσο ρευστές χρειαζόταν ώστε να ταιριάζουν στην γενική περιγραφή που οι πιθανότητες μπορούσαν να δημιουργούν.
Μέχρι ο έρωτας να σου χτυπήσει την πόρτα εκείνο το απόγευμα του Μάρτη, τούτος ο κόσμος δεν υπήρχε. Μάλλον, όπως κατανόησες στην πορεία, υπήρχε αλλά εσύ ήσουν ανέτοιμη να τον δεις. Κυρίως από φόβο και εγωισμό ότι η πραγματικότητα μέσω της οποίας είχες δημιουργήσει ένα 'ικανοποιητικό' είμαι, ήταν η καλύτερη δυνατή.
Αυτός ο κόσμος του υπάρχειν λοιπόν ήταν που είχε το πρόβλημα. Μια μικρή αμφιβολία και μια μικρή ρωγμή η οποία εξελίχθηκε γεωμετρικά δυστυχώς και σε έφερε αντιμέτωπη με μια νέα πραγματικότητα γεμάτη καινούργιες εικόνες και πιθανότητες η οποία σε ώθησε να νιώσεις φόβο αρχικά για αυτή την τροποποίηση που θα υφίσταντο τούτο το διανοητικό δημιούργημα του είμαι.
Ο έρωτας σαν συναίσθημα συνήθως χαρακτηρίζεται όμορφο. Όμως κυρίως από εκείνους που ή δεν το βίωσαν ποτέ ή το κοίταξαν με δειλία μέσα από καθρέφτες και διαθλάσεις. Ο έρωτας κυρία μου, φώναξε κάποτε ένας από αυτούς τους περιπλανώμενους τρελούς που έτυχε να στέκεται δίπλα σου σε ένα πάρκο στο κέντρο της πόλης, ο έρωτας είναι η αρχική, αμόλυντη και πηγαία μορφή της αναρχίας.
θυμήθηκες ότι γέλασες ακούγοντας κάτι τόσο αλλόκοτο και συνέχισες την πορεία σου. Όμως το μυαλό σου είχε ξεκινήσει να το επεξεργάζεται. Πως μπορεί να συνδέεται ο έρωτας αναρωτήθηκες με τον πόλεμο, τις βιαιοπραγίες και τους βανδαλισμούς; Το ίδιο βράδυ καθισμένη μπροστά στην οθόνη της δικής σου πληκτικής κοινωνικοποίησης, παρακολουθώντας ένα ακόμα αναλυτικό ρεπορτάζ σχετικά με τους αναρχικούς και την τόσο παραβατική συμπεριφορά τους το ξανασκέφτηκες. Είναι αδύνατο, φώναξες χωρίς καμία προειδοποίηση και ως φυσικό επόμενο η γάτα που για ώρα ξεκουραζόταν στην αγκαλιά σου, παραπονέθηκε αλλάζοντας στάση.
Ο έρωτας είναι αναρχία, μουρμούρισες νιώθοντας την δυσφορία της. Αυτή η φράση λοιπόν επανήλθε και εκφράστηκε εκ νέου, εκεί σε εκείνη την κουπαστή με εσένα να κοιτάς το ποτάμι μπροστά σου, που προσπαθώντας να κρύψει τα μυστικά και τις αδυναμίες του είχε ξεκινήσει και πάλι να φουσκώνει.
Ο έρωτας είναι άναρχος λοιπόν, σκέφτηκες και ένα χαμόγελο εμφανίστηκε και σε ώθησε να νιώσεις λίγο πιο όμορφα. Ο κόσμος του υπάρχειν από τη μια πλευρά και ο κόσμος του άρχειν που η εμπειρία σου δημιουργεί μέσα από αυτό το τόσο μοναδικά απόλυτο συναίσθημα που ο έρωτας είναι εξουσιοδοτημένος να προσφέρει στους τυχερούς εκείνους που τον συναντούν.
Κοίταξες πίσω στο παρελθόν και ετούτη η διαφορά μέσα από αυτήν την νέα οπτική ήταν εύκολα αναγνωρίσιμη. Πρέπει, μη και δεν είναι σωστό. Πολλές αντιρρήσεις που σε όριζαν χωρίς την παραμικρή ουσιαστική δικαιολόγηση όταν η κουβέντα έφτανε στο γιατί. Αυτός όμως είναι ο κόσμος του υπάρχειν. Ένας κόσμος γεμάτος δεσμεύσεις, απαγορεύσεις και υπαγορεύσεις σχετικά με το σωστό και το πρέπον. Ένας κόσμος ο οποίος δεν μπορεί να παραδεχτεί ότι παίρνει την άξια και τη δύναμη του, σε όποιο βαθμό, μέσω της δικής σου αναντίρρητης και άνευ όρων υποταγής, διότι τούτο θα ήταν παράλογο. Όσο παράλογο σου είχε αρχικά ακουστεί ότι ο έρωτας όχι μόνο συνδέεται με την αναρχία αλλά είναι και η αρχική, αμόλυντη και πηγαία μορφή της.
Αναρχία από το α στερητικό και την αρχή που ορίζεται ως η εξουσία. Η απουσία της εξουσίας λοιπόν. Η απουσία κάθε μορφής ρυθμιστικού κανόνα που ούτως ή άλλως κάθε σημαδεμένη από τον έρωτα μορφή δεν έχει πλέον ανάγκη αφού το ταξίδι της απώλειας του εγώ μέσα από αυτό το απόλυτο δόσιμο που τούτος ο κατεργάρης φτερωτός θεός απαιτεί ωθεί κάθε ερωτευμένο να αλλάξει τα δεδομένα του. Μια απαίτηση που σε έφερε αντιμέτωπη με την κατανόηση του ότι πλέον δεν χρειαζόσουν σύνορα, όρια και πρέπει. Όχι για κάποιο άλλο λόγο αλλά επειδή κατάλαβες απόλυτα τούτο το απαίσιο και συνάμα μοναδικά λυτρωτικό μυστικό της κρυμμένης σου θνητότητας, η άγνοια του οποίου σε ωθούσε για καιρό να παραπαίεις ανάμεσα σε ξένες οπτασίες και κακομαθημένα πρέπει που κάποιος απλά σου επέβαλε χωρίς ποτέ να σου αποδείξει την αξία τους και ω! καημένη μου, εσύ τις δέχτηκες χωρίς ποτέ να τις αμφισβητήσεις.
ξεκίνησες να περπατάς και το χαμόγελο που ώρα πριν είχε εμφανιστεί δειλά στα χείλια σου, είχε πλέον μετατραπεί σε ένα τρανταχτό γέλιο που σε όποιον ήξερε να το ακούσει φώναζε με τον πιο ηχηρό τρόπο το παράπονο σου για όλες εκείνες τις στιγμές του παρελθόντος που δυστυχώς θα μείνουνε στη μνήμη σου, κουβαλώντας το αρνητικό πρόσημο που το σκυμμένο κεφάλι και το μάλιστα δημιουργούν κάτω από τη δική σου άγνοια ότι αυτό το συνονθύλευμα διαταραγμένων ψιθύρων είναι αυτό που οι ποιητές εξυμνούν από την αρχή του χρόνου ως ζωή.
Πέρασες πλέον στην αντίπερα όχθη και το υπάρχειν χάθηκε όπως χάνεται οτιδήποτε έρχεται αντιμέτωπο με την αλήθεια. Τουλάχιστον για όσο θα διαρκέσει τούτη η επανάσταση και για όσο αυτό το άρχειν στον εαυτό θα φαντάζει τόσο ελκυστικό ώστε να το ακολουθείς ως εξέλιξη.
Όμως εκεί θα παραμένει πάντα κρυφό το πρόβλημα της ανθρώπινης φύσης σου. Η αναρχία απαιτεί για να υπάρξει, πλήρη σεβασμό των δεδομένων τα οποία θα συνεχίσουν να εξελίσσονται παράλληλα με τη δική σου μοναδικότητα και όπως ο καλός αναβάτης που γνωρίζει το σωστό τρόπο να κρατά τα χαλινάρια οδηγώντας το άλογο του ακριβώς εκεί που ο ίδιος θέλει, έτσι και ο κάθε ένας που λαχταρά να ζήσει μέσα σε τούτη την όμορφη ουτοπία της αναρχίας οφείλει να αποκτήσει όλη τη γνώση που απαιτείται για τούτο. Τούτο ακριβώς είναι που οι κατά τους αιώνες διάφοροι σοφοί διαλάλησαν ότι είναι ακατόρθωτο. Αυτό είναι το παραμύθι με το οποίο ο έρωτας ξεγελά τα θύματα του, γεμίζοντας το μυαλό τους με νέες ελπίδες και ένα τεράστιο μπορώ. Ταυτόχρονα το θέλγητρο και η παγίδα το.
Όμως όπως τώρα πια οφείλεις να γνωρίζεις, έρχεται πάντα εκείνη η στιγμή που αυτό το μπορώ απαιτεί να μεταφραστεί και να τοποθετηθεί σε κάποιο καινούργιο σημείο μέσα μας. Αφού όμως συνειδητοποιήσουμε την πλάνη και καταφέρουμε να διαβάσουμε την κρυμμένη ερώτηση, ίδια και απαράλλακτη ανά τους αιώνες.
Το ποτάμι έμεινε πίσω σου και εσύ συνέχισες να περπατάς επιστρέφοντας σε μια ρουτίνα που ακόμα σε ενεργοποιούσε. Ένα δεν θέλω από τη μια, με τη βεβαιότητα σιγά σιγά να εξασθενεί, και ένα μεγάλο μπορώ με το ερωτηματικό δίπλα του να το κάνει να φαντάζει η πλέον δύσκολη των ερωτήσεων που κλήθηκες ποτέ σου να απαντήσεις.
Στην πορεία θα ανακαλύψεις ότι όχι μόνο μπορείς αλλά και ότι είσαι απόλυτα τυχερή που ήσουν εκεί ώστε να δεις αυτήν την πόρτα να ανοίγει και ακόμα πιο τυχερή που βίωσες τούτο τον απόλυτο χαμό.
Αν ο έρωτας είναι η αρχική, αμόλυντη και πηγαία μορφή της αναρχίας τώρα πλέον γνωρίζεις ότι η απώλεια του είναι εκείνη η αρχική ώθηση που πάντα η εξέλιξη θα δημιουργεί ώστε να καταφέρνει να διαιωνίζει την ύπαρξη της. Εκείνη η ώθηση που πάντα θα έχει τη δύναμη να σε φέρνει πιο κοντά σε σένα.

Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2014

Ανθρωπο ψάχνω...


Απειλητικές σιωπές που παραμονεύουν πάντα μετά την καταστροφή, είναι οι σιωπές που όλοι φοβούνται να βιώσουν μήπως και τους καλύψουν τόσο ώστε μετά κάθε σκέψη διαφυγής να μοιάζει με ειρωνικό σχόλιο ειπωμένο από τα χείλια εχθρού.
Έτσι τις περισσότερες φορές τούτες οι σιωπές είναι η αιτία του ουρλιαχτού που η ψυχή εξωτερικεύει σαν αντίποδα, άλλοτε μέσα από μια μελωδία ή κάποιες σκόρπιες λέξεις σε ένα χαρτί και άλλοτε μέσα από μουτζούρες δίχως κανένα νόημα που μόνο σκοπό έχουν να αδειάσουν την ψυχή από όλα τα σκουπίδια και να επισκευάσουν τις τυχόν μικροζημιές που η καταστροφή σχεδον πάντα αφήνει πίσω της.
Αλίμονο, σε αυτούς που δεν αγάπησαν, λέει ο πρώτος. Γιατί με πρόδωσες ή μου λείπεις, κλαίει και ουρλιάζει ο δεύτερος. Ειρωνικά ο πρώτος εξυμνήται και θαυμάζεται και τραγουδιέται, ενώ ο δεύτερος παραγκωνίζεται, απομονώνεται και βρίσκει τον εαυτό του αντιμέτωπο με την απειλή του εξοστρακισμού, αν αυτό το ουρλιαχτό δεν πάψει και τούτη η απόγνωση που το συνοδεύει δεν καταλαγιάσει. Κοινωνικά και εξωτερικά τουλάχιστον. Αυτό δηλαδή που αποτελεί το σωστό και ωφέλιμο για τους άλλους.
Ακριβώς σε αυτό το σημείο της ανάλυσης πάντα χανόσουν. Πως είναι δυνατόν να δημιουργήται ένας τέτοιος διαχωρισμός είχες σκεφτεί αρχικά και από τότε πέρασαν αρκετά ξέγνοιαστα καλοκαίρια που η ερώτηση παρέμεινε εκεί, στο πίσω μέρος του μυαλού σου, χωρίς καμία απαίτηση.
Έπειτα ήρθε ένα ζευγάρι μάτια που σε ώθησε να χαθείς μέσα του και να πιστέψεις και να βιώσεις και να νιώσεις και τελικά όταν μια μέρα τα είδες να απομακρύνονται, μόνο τότε συνειδητοποίησες ότι λόγω απειρίας δεν είχες ποτέ σκεφτεί αυτό το ενδεχόμενο.
Το περίγραμμα των εικόνων έγινε μαύρο και η καταστροφή αυτή σε έφερε επιτέλους αντιμέτωπο με την ίδια σου την ερώτηση. Αυτή που για καιρό περίεφερες μέσα σου και η οποία σε είχε για λίγο ωθήσει να κομπάζεις ρητορικά ότι γνωρίζεις τον έρωτα και την απώλεια. Ποσο βλάκας άραγε να αισθάνθηκες τη στιγμή που αυτή η κατανόηση της λάθος προσέγγισης άγγιξε τον πάτο της ψυχής σου και αντανάκλασε γύρω της το θόρυβο της κενότητας που ένα αντικείμενο μπορεί να παράξει σε ένα άδειο δωμάτιο. Δεν είχες κρατήσει κάποια άμυνα απέναντι σε τούτο τον πανπόνηρο μικρό διαβολάκο και τώρα έπρεπε να πληρώσεις. Συνέπειες δυστυχώς που όλοι βρίσκουμε αργά ή γρήγορα στο δρόμο μας ζώντας το παραμύθι που ονοματίζουμε ζωή.
Πως λοιπόν είναι δυνατόν να δημιουργήται ένας τέτοιος διαχωρισμός :
Η ερώτηση εξωτερικεύτηκε εύκολα και με θράσος σε ώθησε να την τοποθετήσεις ακριβώς απέναντι σου και να την εξετάσεις εκ νέου.
Είχες χάσει και μέσα από αυτή την ήττα είχες χαθεί, οπότε η ταύτιση ηταν σχεδόν αυτόματη. Ήσουν ένας ακόμα μοναχικός άνθρωπος που βίωνε τις συνέπειες των πράξεων του μέσα από το ατομικό ουρλιαχτό που ο εγωισμός του του είχε επιβάλλει, θεωρώντας ότι με αυτό τον τρόπο θα μπορούσε να ξορκίσει ό,τι άφησε πίσω της η καταστροφή του έρωτα.
Ήσουν μια ακόμα παραφωνία μέσα σε ένα σύνολο μαθημένο να προσαρμόζεται και να υπακούει. Και εσύ βρισκόσουν εκεί ξύλινος, άκαμπτος και προδωμένος. Ανίκανος να αποδεχτείς το τέλος και ανυποχώρητος στην οπτική σου. Αυτό ήταν το μειονέκτημα και παράλληλα η απίστευτη τύχη που σε βοήθησε να το δείς.
Η ανυπαρξία οποιασδήποτε εμπειρίας αρχικά σε είχε ωθήσει να θεωρήσεις ότι υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων και δυστυχώς εσυ ανήκες στη λάθος.
Αλίμονο σ` αυτους που δεν δακρύσανε ζωή, την ομορφία σου δεν γνωρίσανε. Κρυμμένο σε αυτούς τους στίχους, ήταν ένα από τα επόμενα πρώτα βράδυα της νέας σου πραγματικότητας, που άκουσες πίσω από τις λέξεις και κούνησες το κεφάλι καταφατικά. Είχες πολλές φορές στο παρελθόν αφήσει τούτες τις λέξεις να ηλεκτρίσουν το ακούστικο σου τύμπανο και τώρα για πρώτη φορά μπόρεσαν να ηλεκτρίσουν και την ψυχή σου.
Ξεκίνησες λοιπόν ένα χορό σκέψεων μέσα στο μυαλό σου και κάθε κίνηση που σε απομάκρυνε από αυτο το νοητικό αδιέξοδο σε έφερνε πιο κοντά σε ένα άλλο μεγαλύτερο και δυσκολότερο.
Γνωρίζω, ερωτεύομαι, πληγώνομαι, μαθαίνω, προχωράω. Σαν βήματα συγκεκριμένου χορού που όμως χόρευες χωρίς ταίρι.
Τα τρία πρώτα ήταν σχετικά κοινά και εύκολα στην κατανόηση. Δυνάμεις αντίρροπες οι οποίες μέσα από την ζήμωση τους με συγκεκριμένους χωροχρονικούς παράγοντες ξεκινούσαν να περιστρέφονται ταυτοχρονα, δίνοντας για λίγο την αίσθηση της ενότητας. Όμως μονο για όσο η κινητήρια ουσία της κάθε μιας δύναμης χωριστά θα έχει την προδιάθεση να συμβιβάζεται ως προς το κοινό συμφέρον ή το λεγόμενο κοινό καλό. Την στιγμή που η πρώτη αντίρρηση εκδηλώνεται, σχεδόν αυτόματα τούτο το κοινωνικό σύνολο έχει τη δύναμη να εναντιωθεί και δυστυχώς πάντα την αξιοποιεί.
Αρχικά, σκέφτηκες, διότι με αυτόν τον τρόπο διασφαλίζει την συνοχή και έτσι την επιβίωση της. Είχε μια λογική που δεν μπορούσες να προσπεράσεις έτσι. Οι κανόνες του συνόλου υπάρχουν διαχρονικά για να διασφαλίζουν τη μακροημέρευση του, ή τουλάχιστον αυτό σου υπαγόρευε η λογική σου.
Όμως είχες κάνει λάθος και το κατανόησες τη στιγμή που προσπάθησες να συνδέσεις το τέταρτο βήμα με τα προηγούμενα. Η γνώση ισχυρίζονται ορισμένοι ειναι δύναμη και εσυ το ένιωσες μέσα από αυτή την τόσο περίεργη κατάσταση. Είναι σίγουρα δύσκολο για την λογική μας να δεχτεί ότι η εννοιολογιή σημασία των λέξεων περνάει πάντα μέσα από μια ατομική οπτικοποίηση της ουσίας τους. Έτσι αυτό που για κάποιον είναι έρωτας και δόσιμο και δέσμευση χωρίς καθρέφτες και ψέμματα, για κάποιον άλλο δεν είναι τίποτα παραπέρα από μια απλή ανταλαγή υγρών και φόβων.
Μια κοινωνική συνθήκη, ανίκανη να ακολουθήσει τα τελευταία δύο βήματα αυτού του χορευτικού απλοικά διότι μέσα από τούτη την συνθήκη δεν αναπτύσεται καμία νέα πραγματικότητα και καμία δυστυχώς ατομική γνώση. Το μόνο που διαιωνίζεται ειναι μια αδιαφορία για το γίγνεσθαι των ανθρώπων γύρω μας και κατά συνέπεια μια αδιαμαρτύρητη αδιαφορία για την ίδια τη ζωή.
Άρα λοιπόν το τραγούδι χρειάζεται να είναι γενικευμένο ώστε να δίνει τη δυνατότητα σε κάθε αδαή να μπορεί να χωρέσει μέσα του τα δικά του μικρά δεδομένα χωρίς να νιώθει ότι χάνει κάτι από την αξία που νομίζει ότι έχει. Όλα για την αυταπάτη της συνοχής.
Γιαυτό η κραυγή που στοχοποιεί και προσαρμόζει έχει μια καποια κοινωνική κατακραυγή. Σαν να φωνάζουν οι πολλοί από την οπτική της εξουσίας τους στο μικρό και θεωρητικά λιγότερο ικανό ότι δεν έχει το παραμικρό δικαίωμα να αποκαλύψει ότι τα ρούχα του βασιλιά είναι ανύπαρκτα. Απλοικά γιατί τότε η υποτιθέμενη εξουσία τους θα εξαφανιστεί κάτω από το βάρος της νόμιμης, εκείνης του βασιλιά, που θα τους προστάξει να δράσουν και έτσι να ξεβολευτούν από τα καλά και ωφέλιμα.
Γιαυτό και οι κοινωνίες δημιούργησαν μια συνθήκη, ίσως την πιο πρόστυχη από όσες ο ανθρώπινος νούς κατάφερε μέχρι στιγμής να κατασκευάσει και απλά την ονόμασαν ηθική.
Μέσα σε αυτή λοιπόν τη συνενοχή της υποκρισίας που οι πολλοί συνένεσαν εξ αρχής να ακολουθήσουν, κατάφεραν να εξοστρακίσουν τη γνώση μέσα από τη μάθηση και το βίωμα σε έναν τόπο έξω και μακρυά από ό,τι αυτές θεωρούσαν σωστό και πρέπων.
Απειλητικές σιωπές που παραμονεύουν πάντα μετά την καταστροφή, είναι τελικά οι σιωπές που μόνο οι πληγωμένοι φοβούνται να βιώσουν. Οι υπόλοιποι δυστυχώς θα εξακολουθήσουν στους αιώνες να προσποιούνται τούτο τον πόνο, και τι ειρωνία, θα συνεχίσουν να γίνονται πιστευτοί για όσο οι λίγοι θα συνεχίζουν να πιστεύουν ότι η δική τους σιωπή είναι ή χρειάζεται να είναι επιβεβλημένη.
Ιδέες που πρωτοσυνάντησες στον Λουκιανό και τον Διογενη που κρατώντας το λυχνάρι του μέρα μεσημέρι έψαχνε στην αγορά για τον άνθρωπο. Ιδέες που βρήκες ίδιες αιώνες αργότερα μέσα από τα λόγια του Φάουστ και του Ζαρατούστρα που με το ίδιο λυχνάρι έψαχνε για το θεό.
Έτσι έμαθες ότι αυτό που η πλειοψηφία ονομάζει υπεράνθρωπο και ασυνήθιστο και θεό δεν είναι κάτι περισσότερο από τον συνειδητό νου.
Εκείνη την οντότητα που ξέρει να δίνεται χωρίς περιορισμούς και ίσως, Εκείνη που ανταμοίβεται με το μοναδικό δώρο της γνώσης που η εμπειρία πάντα κουβαλά στα σωθικά της και κυωφορεί μόνο για τους ικανούς. Μακρυά από το φόβο για το άγνωστο που πάντα θα διακατέχει τους πολλούς αφού ποτέ δεν θα θελήσουν να χαρίσουν τον εαυτό τους, ίσως γιατί δεν έχουν την απαιτούμενη κριτική ικανότητα της κατανόησης της ανυπαρξίας αυτής της υποτιθέμενης ύπαρξης που έτσι πάντα θα παραμένει κενή και άδεια, αφήνοντας το χορό ανεκπλήρωτο και τα βήματα μισά..

Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014

Για έναν ιππότη


Καθησύχαζες τις ήττες σου μέσα από δικαιολογίες φτηνές και εύκολες. Έλεγες δεν πειράζει και προσπαθούσες να χαμογελάσεις. Το μεγαλύτερο μειονέκτημα και αδυναμία σου ήταν ότι γινόσουν πιστευτη. Έτσι οι ήττες συνέχιζαν να έρχονται και εσύ δυστυχώς υπήρξες ανάξια να μάθεις από αυτές, κυρίως διότι δεν μπόρεσες ποτέ να τις αναγνωρίσεις.
Για να μπορέσεις να γίνεις πριγκίπισσα, πρέπει να συμπεριφέρεσαι και ανάλογα σαν μια ευγενής.  Το κράτησες κειμήλιο στο μυαλό σου, από ένα άρθρο πολλά χρόνια πριν. Τότε που τα μαλλιά σου ήταν ακόμα ξανθά και η λέξη μαμά ακουγόταν σαν ύμνος. Το κράτησες αλλά ποτέ δεν το κατανόησες και ετσι ποτέ δεν κατάφερες να το εφαρμόσεις. Ο τίτλος έμεινε στα χαρτιά και εσύ μεγαλώνοντας άλλαξες χρώμα στα μαλλιά αλλά όχι και τρόπο να κοιτάς. Αυτός παρέμεινε αθεράπευτα παιδικός και αυτό όλο παραδόξως δεν προσέδιδε κανένα ρομαντισμό ή ευγένεια στις κινήσεις σου και στην αξιολόγηση των άλλων.
Η εικόνα παρέμεινε κολλημένη με σελοτέιπ πάνω από το κρεββάτι σου αποδεικνύοντας την στασιμότητα που κάλυπτε την ζωή σου. Ξεθωριασε με τα χρόνια όμως δεν έχασε τα βασικά της στοιχεία. Πως θα μπορούσε άλλωστε να γίνει κάτι τέτοιο, εφόσον αυτή η εικόνα είχε αποτυπωθεί τόσο έντονα πλέον μέσα σου που είχες την ικανότητα πια να την προβάλλεις παντού. Ένας ιππότης με λευκό χιτώνα και κόκκινο σταυρό και ενα μαύρο άλογο, πιο μαύρο από την νύχτα και πιο επιβλητικό από τον πόθο.
Αυτό ήταν που πραγματικά περίμενες όταν τα απογεύματα του χειμώνα άφηνες την ματιά σου ελεύθερη να φύγει έξω από το παράθυρο και να γευτεί τόσα χρώματα και προτροπές. Ήταν αυτό που πραγματικα κοιτούσες να βρείς όταν οι συνθήκες σε έκαναν να βαριέσαι τόσο θανάσιμα που επέλεγες να απομονωθείς, έστω και αν βρισκόσουν στη μέση μιας συζήτησης η οποία πλέον συνεχιζόταν μηχανικά.
Ένας ιππότης, ένας έφιππος. Αυτό πραγματικά ποθούσες και αλήθεια πόσους και πόσους δεν έδιωξες όσο κοντά και αν ήταν σε αυτό το πρότυπο, ακριβώς επειδή δεν ήταν ΑΥΤΟ το πρότυπο;. Αγάπες μελαγχολικές τις χαρακτήριζες τότε γιατί πάντα σου άφηναν μια πικρή γεύση στα χείλια που ποτέ δεν καταστάλαξες αν οφειλόταν σε εκείνους ή στην επιθυμία σου.
Ο καιρός πέρασε και τα φύλλα στα δέντρα πρασίνισαν και κιτρίνισαν αρκετές φορές προτού κουραστείς και αρχίσεις να αναθεωρείς. Ο χρόνος, πανδαμάτωρ και σοφός, μας στερεί πάντοτε την δυνατότητα ανάκλησης των γεγονότων, όμως μας αποδίδει πάντα το αντίτιμο. Πρέπει να υπάρχει ισορροπία. Είναι αναγκαίο συστατικό στην διαιώνιση των επιθυμιών. Το αντιστάθμισμα λοιπόν και το αντίτιμο δεν είναι τίποτα πέρα από τις λίγες ακτίνες φωτος που μας παρέχει η εμπειρία και οι οποίες έχουν τη δυνατότητα να κάνουν τα αντικειμενα λίγο πιο φωτεινα και συνεπώς λίγο περισσότερο κατανοήσιμα.
Εκτός και αν τα μάτια μας είναι καλυμμένα και στην δική σου περίπτωση αυτό ακριβώς υπήρξε το μειονέκτημα. Όταν ο πόθος κατακλύζει την ψυχή χωρίς να υπάρχει διέξοδος διαφυγής, τότε συνήθως τα αποτελέσματα είναι καταστροφικά. Δημιουργούνται κύκλοι φαύλοι και χωρίς ουσία, οι οποίοι μέσα από την δική τους ταχύτητα εγκλωβίζουν την ψυχή σε μια δίνη τοσο δυσβάσταχτη και αμείλικτη που δυστυχώς αναπόφευκτα έρχεται πάντα ένα σημείο που τελικά καταλήγει να είναι το σημείο χωρίς γυρισμό. Σαν μια πύλη που οδηγώντας σε, σε πάει από ένα επίπεδο σε ένα άλλο, κλείνοντας και σφραγίζοντας για πάντα την πόρτα προς το χθές και έτσι σε αναγκάζει και σε ωθεί να προχωρήσεις μόνο μπροστά.
Ήσουν στο μπάνιο όταν το ένιωσες και σε μια στιγμή το νερό πάγωσε και πάγωσε τόσο που καθώς έπεφτε στο κορμί σου σε έκανε να νιώθεις τις φλόγες να ζωντανεύουν στο δέρμα σου και να σε καλύπτουν.
Εκείνη την ημέρα ήταν η πρώτη φορά που δεν χρησιμοποίησες την πετσέτα σου για να σκουπιστείς αλλά για να κρυφτείς. Πλέον είχες μια οικιότητα με το συναίσθημα και για λίγο το μυαλό σου σε ώθησε να χαθείς μέσα στα παραμύθια. Αυτά με τις ωραίες εικόνες και τα κανονισμένα νοήματα. Ένιωσες και εσύ σαν πρωτόπλαστη, εκτεθειμένη στην γύμνια της. Όχι την υλική, αυτή είναι μια γύμνια περήφανη και αθώα. Εκτέθηκες πλέον στην γνώση και αυτό τα άλλαξε όλα. Η γύμνια σου, απέναντι στις δικαιολογίες και τις διάφορες πλαστές προτροπές που χρησιμοποιούσες εως τότε, σε έστησε αντιμέτωπη με την ντροπή και την αλήθεια σου. Θηλυκά ζόρικα, τα οποία πλέον γνώριζες ότι δεν εξαπατούνται με ζαβολιές και υπεκφυγές.
Εκείνη την ημέρα ξεκόλλησες και την εικόνα πάνω από το προσκέφαλλο σου και άλλαξες τόσο πολύ τα ζητούμενα ώστε για αρκετό καιρό πέρασες στην αντιπέρα όχθη και βυθίστηκες σε μια πραγματικότητα οριοθετημένη μεσα από λέξεις φτηνές και αρνητικές.
Χρησιμοποίησες το κορμί σου για να φτάσεις εκεί που ποθούσε να βρίσκεται η καρδιά και η αγκαλιά σου. Παραδέξου ότι μετά την πίστη στα παραμύθια αυτό υπήρξε το μεγαλύτερο και δυσκολότερο λάθος σου, κυρίως στην κατανόηση.
Φτηνά δωμάτια, μικρές συζητήσεις και κάθε πρωί εσύ έσφιγγες την πετσέτα όλο και πιο δυνατά, νιώθοντας οτι πια χάθηκες τόσο που η λέξη ανέφικτο θα έπρεπε σιγά σιγά να μπεί δίπλα στη λέξη επιστροφή.
Για να μπορέσεις να γίνεις πριγκίπισσα, πρέπει να συμπεριφέρεσαι και ανάλογα σαν μια ευγενής. Αυτή η φράση επέστρεψε τυχαία μια μέρα σε μια καφετέρια. Ακούστηκε πίσω σου αλλά δεν ενδιαφέρθηκες να την προσωποποιήσεις. Παρέμεινες στη θέση σου μερικές στιγμές και αφού πήρες αρκετές βαθιές αναπνοές, σηκώθηκες και κατευθύνθηκες στην τουαλέτα. Στάθηκες απέναντι από τον καθρέφτη φέρνοντας στο νου σου την παιδική σου εικόνα με τις ξανθές μπούκλες και τα αυθόρμητα χαμόγελα. Άνοιξες τα μάτια και στιγμές μετά παραδώθηκες σε ένα χείμαρρο αποθυμένων συναισθημάτων που βρήκαν τρόπο να εξωτερικευτούν μέσα από τα μάτια σου.
Τα μαλλιά σου πλέον ήταν μαύρα, όπως και η ψυχή σου, όχι όμως από πόθο αλλά δυστυχώς από αγανάκτιση και θλίψη. Τα παραμύθια, λέει πολύ σοφά ο στιχουρχός, δεν είναι αλήθεια αλλά τουλάχιστον δεν είναι ψέμματα. Και εσύ τα πίστεψες και βάσισες μια ολόκληρη ζωή στην αναμονή της κατάλληλης στιγμής.
Παρατηρώντας τα μάτια σου στον καθρέφτη, αυτά τα θλιμμένα μοναχικά μάτια που πλέον κουβαλούσαν πολύ παράπονο, είδες κάτι που μέχρι τώρα δεν ειχες προσέξει ποτέ. Σε μία γωνίτσα ανεπαίσθητα κάτι λαμπήριζε. Η γνώση κουβαλάει πάντοτε τόση ματαιοδοξία όση χρειάζεται για να μην την αφήνει ο ίδιος της ο εαυτός να μένει κρυμμένη και αθέατη. Η εξωτερίκευση την θρέφει και την δυναμώνει και η αποδοχή την κάνει να νιώθει κυρίαρχη.
Έτσι λοιπόν είχε προσωπικό όφελος όταν σου αποκαλύφθηκε. Εσύ μέσα στον ενθουσιασμό σου δεν μπόρεσες να το διακρίνεις. Θεωρούσες ότι τα πάντα είχαν τελειώσει και έτσι αυτή η ευκαιρία σχεδόν αυτόματα χαρακτηρίστηκε ως τελευταία και έτσι πολύ σημαντική.
Έφυγες από εκεί χαμογελώντας και την επόμενη κιόλας ημέρα άλλαξες χρωμα στα μαλλιά και ξανακρέμασες μια παρόμοια εικόνα στο προσκέφαλο σου. Μπορεί να διέφερε από την "αυθεντική" όμως διατηρούσε την δύναμη να σου διεγείρει τα συναισθήματα εξίσου έντονα και έτσι την αποδέχτηκες. Ο ιππότης ντυμένος πάντα στα λευκά, μόνο που τώρα ο σταυρός ήταν μαύρος και το άλογο λευκο, σαν ψυχή μωρού λίγες ώρες μετά τη γέννηση. Ο ιππότης και η πριγκίπισσα, ψυθίρισες το επόμενο πρωί, ζώντας ακόμα στον απόηχο της νίκης που θεωρούσες ότι είχες πετύχει.
Η ματαιοδοξία βρίσκεται σε διαρκή έρωτα με τον πόθο και όταν τούτη η σχέση πραγματώνεται με τον κατάλληλο τρόπο, τότε το κίνητρο ξεκινάει να υπάρχει ως αποτέλεσμα και απόδειξη αυτης της κανονικότητας.
Στην δική σου περίπτωση οι μοίρες αμφιταλαντεύτηκαν αρκετά προτού γείρουν πρός την πλευρά που θα μπορούσε κάποιος να χαρακτηρίσει θετική για την εξέλιξη της κατάστασης σου. Από την μία η μοναξιά και από την άλλη η αγάπη, να παλεύουν με την πρώτη να χάνει συνεχώς έδαφος παραδωμένη στην ανικανότητα της να αντιδράσει αποτελεσματικά αφού θεωρούσε ότι σε έχει κερδίσει από καιρό.
Χρειάστηκαν δυό μάτια και ένα χλυμίντρισμα ώστε το χαμόγελο που είχε εμφανιστεί από ώρα να γίνει γέλιο τρανταχτό και πολύ δυνατό, μην μπορώντας να πιστέψεις οτι ο δικός σου ιππότης επιτέλους ήρθε. Τον φαντάστηκες αρκετά και τον περίμενες είναι αλήθεια για περισσότερο. Παραδώθηκες στην ήττα σου και μόνο τότε κατάλαβες πως να νικήσεις.
Ανέβηκες στο άλογο, το πιο λευκό άλογο του πιο τρελού σου ονείρου και αφού τον έπιασες και τον έσφιξες πάνω σου, ξεκινήσατε να καλπάζετε χωρίς να ξέρεις τον προορισμό.
Περνώντας δίπλα από τον βαρκάρη, με μια κοφτή κίνηση του πέταξε δύο νομίσματα και εκείνος απλά παραμέρισε και έσκυψε το κεφάλι με μια προσποιητή ευλάβεια στο βλέμμα.
Δεν έδωσες σημασία σε αυτό, ούτε ότι το άλογο κάλπαζε πάνω στα κύματα, ούτε στη νυχτα που ξεκίνησε από το πουθενά να σας καλύπτει.
Ήσουν επιτέλους μαζί του και αυτό σε έκανε να χαμογελάς.

Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2014

Αδούλωτες πατρίδες


"Αδούλωτες πατρίδες στο μυαλό διαταραγμένων περαστικών, που με το έτσι θέλω ζωγραφίζουν στους καθαρούς άσπρους τοίχους της συνείδησης μου τη θολή εικόνα τους. Με άναρθρες κραυγές πλανώνται στο διηνεκές και με μισά χαμόγελα προσπαθούν να ξεγελάσουν τον έρωτα.
Πόσο απεχθές! πόσο προσβλητικό !
Και αυτές οι αδούλωτες πατρίδες αδελφέ, αυτές για τις οποίες τραγουδάμε και κάμουμε όνειρα μια μέρα να λευτερωθούμε και να πάμε να τις ζήσουμε, που ακριβώς βρίσκονται αδελφέ;
Μέχρι στιγμής στα μάτια των ανθρώπων φωλιάζει η μοναξιά και ο πόνος. Από την ένωση τους ένα μεγάλο παράπονο. Και όμως ακόμα ζωγραφίζουν. Κάθε μέρα και από λίγο, βάφουν ένα ακόμα κομμάτι ενός τοίχου που πλέον άρχισε να βαραίνει."
Αδούλωτες πατρίδες. Το ξαναδιάβασες και πάλι ένιωσες αδύναμος να κατανοήσεις την ανάγκη που πίσω στο παρελθόν ώθησε ένα χέρι να αποτυπώσει τούτες τις σκέψεις στο χαρτί.
Δώρο σε κάποια γενέθλια, όχι πολλά χρόνια πριν, και τώρα είχε έρθει το πλήρωμα του χρόνου και ένιωθες να παίρνει την εκδίκηση του για όλα αυτά τα βράδια που ενώ ένιωθε την ανάγκη να το πιέζει μέσα από τις λέξεις που κουβαλούσε, εσύ χωρίς κανένα οίκτο άφηνες στριμωγμένο ανάμεσα σε άλλα βιβλία ίσης ή ελάσσονος σημασίας.
Είχες κάνει λάθος και το κατάλαβες από την πρώτη κιόλας σελίδα. Αδούλωτες πατρίδες. Πατρίδες χωρίς δούλους δηλαδή ή πατρίδες ελεύθερες; και οι οποίες υπάρχουν μόνο στο μυαλό διαταραγμένων περαστικών. Περαστικών από που; τι άραγε τους διατάραξε;
Άφησες έναν μικρό αναστεναγμό και το βλέμμα σου μέσα σε δευτερόλεπτα μετατόπισε το βάρος της σκέψης σου από το χαρτί στο δρόμο και από εκεί σε ένα ζευγάρι γυναικεία πόδια. Τα παρατήρησες να κινούνται, να προχωρούν και να χάνονται στη γωνία στα δεξιά σου. Το βλέμμα σου έμεινε για λίγο μετέωρο και τότε ήταν που το είδες. Πάνω από το απέναντι πεζοδρόμιο, εκεί στο μικρό τοίχο που χώριζε το δρόμο από την αυλή του καλοκαιρινού εστιατορίου, εκεί επάνω στις γκρι σκούρες πλάκες γραμμένη με έντονα κόκκινα γράμματα μια και μόνο λέξη, πολέμα.
Την κοίταξες και ήταν σαν η ματιά σου να την ρούφηξε και να την τοποθέτησε σε έναν άλλο τοίχο κάπου μέσα σου. Έτσι δεν πολυζορίστηκες όταν μετά από ένα μικρό βλεφάρισμα ο τοίχος παρέμεινε το ίδιο γκρι αλλά χωρίς την λέξη σου.
Δούλος και σκλάβος, ποια είναι η διαφορά, αναρωτήθηκες φωναχτά και ήταν λίγο μετά το ηλιοβασίλεμα που οι άνθρωποι θαμπωμένοι ακόμα από την εικόνα του ήλιου που βυθίζεται στον ορίζοντα και χάνεται, ταραγμένοι από την υποσυνείδητη είδηση του τέλους, βουβά περπατούσαν κάνοντας τον δικό τους απολογισμό. Έτσι κανείς δεν ήταν ικανός να σε ακούσει. Κανείς εκτός από εσένα.
Ο δούλος έχει επιλογή, σκέφτηκες. Στη σκέψη, στα όνειρα και στις αντοχές. Είναι δούλος πιθανότατα των παθών του, όμως κανείς δεν μπορεί να του δεσμεύσει το όνειρο. Έστω και αν αυτό διαρκεί όσο ένα δάκρυ, αραιά και που.
Ίσως εκεί να υπάρχει λοιπόν εκείνο το σύμπαν που έχει τη δύναμη να αφήνει τις πατρίδες αδούλωτες και ίσως ελεύθερες.
Το βλέμμα σου επέστρεψε στο δρόμο και ένα καινούργιο ζευγάρι πόδια σε μαγνήτισε εκ νέου και ξεκίνησε να ωθεί να το ακολουθήσεις προς τα αριστερά. Φτάνοντας μπροστά σου σταμάτησε, γύρισε το κεφάλι προς τα αριστερά και σε κοίταξε κατευθείαν στα μάτια. Είναι παράξενο αλλά θα ορκιζόσουν ότι διάβαζε τη λέξη στον τοίχο σου. Ακριβώς πάνω σε αυτή την σκέψη, εκείνο το συγκεκριμένο δευτερόλεπτο αυτό το ζευγάρι πόδια ξεκίνησε να καταρρέει, να λιώνει και να μετασχηματίζεται σε ένα μεγάλο ασκέρι πεταλούδων, το οποίο ξεκίνησε να πετά γύρω γύρω.
Μόνο όταν απομακρύνθηκαν αρκετά από το οπτικό σου πεδίο μπόρεσες να δεις το σχηματισμό τους. Δεν ήταν ασκέρι όπως αρχικά νόμιζες αλλά μια πλήρως οργανωμένη μονάδα που πετώντας προς τα πίσω είχε δημιουργήσει μια λέξη ικανή να σε κάνει να χαμογελάσεις, ονειρέψου.
Είχες όντως καιρό να ονειρευτείς, όμως που το ήξεραν;
Πίσω από τον κόσμο σου υπάρχει ο δικός μου, πίσω από αυτόν τον τίποτα και εμπρός σου το μηδέν.
Ήταν μια φράση που ξεπήδησε στο συνειδητό σου και ξεκίνησε να επαναλαμβάνεται αργά και σταθερά. Ο κόσμος σου και ο κόσμος μου, εγώ και εσύ. Διαχωρισμός και ανάγκη, παιχνίδι και αποτέλεσμα. Νίκη και ήττα, δυισμός και τίποτα.
Άρα δεν είμαι δούλος, είπες φωναχτά. Αν δεν έχω την δυνατότητα της επιλογής αν θα παίξω ή όχι, τότε δεν είμαι δούλος, είμαι σκλάβος. Και είναι το μυαλό μου που με κρατά σε αυτή την κατάσταση.
Ο σκλάβος υποτάσσεται, σκύβει το κεφάλι και παίζει. Δεν έχει σημασία αν θα κερδίσει ή όχι. Το βασικό είναι που μέσα του υπάρχει ζωντανή η αυταπάτη ότι αυτό μπορεί να αλλάξει κάτι. Σκλάβος στο μυαλό, στα συναισθήματα και τα όρια.
Σιγά σιγά ξεκίνησες να ξετυλίγεις το μίτο της άγνοιας που η ζωή δίνει μόνο στους ικανούς, και ναι το έκανες λαίμαργα.
Η ταχύτητα της εναλλαγής των εικόνων σε ανάγκασε να κάνεις μερικά βήματα προς τα πίσω και μέσα σε μια στιγμή να σκύψεις και να ξεράσεις με μανία ο,τι κουβαλούσες από καιρό. Έκλεισες τα μάτια νιώθοντας να σε τσούζουν και τη στιγμή που τα άνοιξες, αυθόρμητα το αριστερό σου φρύδι σηκώθηκε, όπως κάθε φορά που η πραγματικότητα σε προσπερνούσε με τέτοιο τρόπο που αδυνατούσες να την παρακολουθήσεις.
Σαν να είχε παρέμβει ένα δάχτυλο και είχε αναταράξει όλα αυτά τα υγρά, μια τρίτη λέξη βρισκόταν μπροστά σου και σε καλούσε εξίσου προστακτικά να δράσεις, χαμογέλα.
Αδούλωτες πατρίδες στο μυαλό διαταραγμένων περαστικών και εσύ χαμογελούσες. Είχες αρχίσει να νιώθεις καλύτερα κατανοώντας σιγά σιγά ότι είσαι ένας από αυτούς. Οι άναρθρες κραυγές σου, ακόμα και μέσα από αυτό το τρανταχτό γέλιο σου, έμειναν αδιάψευστος μάρτυρας.
Η ματιά σου ασυναίσθητα, ωθούμενη από μια ανάγκη αυτοεπιβεβαίωσης, έψαξε μηχανικά για ένα καινούργιο ζευγάρι πόδια που θα μπορούσε να ακολουθήσει έστω μέχρι την άκρη του δρόμου.
Δεν έχει σημασία η διάρκεια, όσο ψάχνεις για στιγμές...
Η καρδιά σου όμως; Αυτή δεν χαρίζεται σε στιγμές. Δεν ψάχνει για επιβεβαίωση. Γνωρίζει και ακριβώς γιαυτό θλίβεται και μπουκώνει όταν μέσα από τις επιλογές σου μουτζουρώνεις τον τοίχο της συνείδησης σου και έτσι την κάνεις να χάνει την λάμψη της και να φαίνεται πιο μικρή, πιο χρησιμοποιημένη.
Ακριβώς τη στιγμή που το αντιλήφθηκες, ένιωσες κάπου βαθιά μέσα σου να καίγεσαι. Ο πόνος άρχισε να εντείνεται και εσύ ανίκανος να τον διαχειριστείς ξεκίνησες να ουρλιάζεις. Έμπηξες τα νύχια σου βαθιά μέσα στο στήθος σου παραδομένος στην τρέλα που σου δημιούργησε αυτό το κάψιμο. Τράβηξες με δύναμη τα χέρια σου προς τα πλευρά σου και με έκπληξη ένιωσες το δέρμα σου να υποχωρεί. Ένας καθρέφτης απέναντι σου σε έκανε να παγώσεις. Έξι γράμματα είχαν εμφανιστεί στο στήθος σου και δεν χωρούσαν καμία παρερμηνεία, πολέμα...
Με το που τα διάβασες όλα ηρέμησαν. Ο πόνος εξαφανίστηκε και για μερικές στιγμές έμεινες στο απόλυτο κενό, να νιώθεις το κορμί σου να προσαρμόζεται σε τούτη την καινούργια πραγματικότητα.
Πλέον υπήρχε νόημα. Ήσουν και εσύ ένας περαστικός, διαταραγμένος όπως όλοι οι υπόλοιποι από την ματαιοδοξία του εγώ του. Δούλος και σκλάβος να υποχωρείς κάθε στιγμή που η ψυχή σου διψούσε για κάτι μεγαλύτερο, κάτι ομορφότερο, κάτι πιο ανθρώπινο. Γιαυτό και ξεγελούσες τον έρωτα. Είχες ανάγκη το χάδι και την ολοκλήρωση.
Όμως ξεκίνησες να κατανοείς ότι ο έρωτας δεν ξεγελιέται. Έχει την μεγαλοψυχία να σε κάνει να πιστεύεις ότι κατάφερες να τον ξεγελάσεις, όμως πάντα γνωρίζει τα δεδομένα.
Με τα δάχτυλα σου ψηλάφισες τα σημάδια των γραμμάτων στο στήθος σου. Όμως δεν μπορούσες να τα νιώσεις. Τα έβλεπες στον καθρέφτη όμως για κάποιο λόγο δεν μπορούσες να βιώσεις την πραγματικότητα τους.
Η μουσική από τα ακουστικά των περαστικών άρχισε να δυναμώνει και περίεργος πως ξεκίνησες να συντονίζεσαι. Όσο ανέβαινε η ένταση, τόσο πιο ξεκάθαρο γινόταν. ΄Ώσπου έγινε μια εκκωφαντική κραυγή που ξεχύθηκε από παντού. Σε ένα μελαγχολικό μινόρε μια και μόνο λέξη, ονειρέψου..
Κοίταξες τριγύρω σαστισμένος προσπαθώντας να ξεχωρίσεις τις καταστάσεις και να σε πείσεις ότι αυτό το σκηνικό είναι αληθινό.
Δυστυχώς τα γράμματα στο στήθος σου μπορούσαν να υπάρξουν μόνο μέσα στον καθρέφτη και οι περαστικοί πηγαινοέρχονταν μέσα σε μια δική τους πολύπλοκα αρμονική δυσαρμονία, αγνοώντας τις σκέψεις και τις ανάγκες σου.
'Έβγαλες από την τσέπη το σημειωματάριο σου και χωρίζοντας μια λευκή σελίδα στα τρία, έγραψες από την αρχή, πολέμα - ονειρέψου - χαμογέλα 
Τα έκοψες και τα τοποθέτησες απέναντι σου, κοιτάζοντας τα ανυπόμονα. Το ένιωθες ότι κάπου ανάμεσα σε αυτές τις τρεις λέξεις κρύβεται το κλειδί της κατανόησης.
Έμεινες στάσιμος για ώρα κοιτώντας τα και όταν το παιδί της διπλανής κυρίας σου τράβηξε το μανίκι δεν θα μπορούσες να πεις με σιγουριά πόσος ακριβώς χρόνος είχε περάσει.
Η κατανόηση της σειράς με την οποία το χάος μετασχηματίζεται σε τάξη, είναι που ξεχωρίζει τους τυχερούς από τους έτοιμους. Βήμα βήμα, με μια λογική τόσο απλή, σχεδόν παιδική.
Η φωνή του αν και τσιριχτή είχε μια επισημότητα και κουβαλούσε κάτι απροσδιόριστα ώριμο. Για δευτερόλεπτα έμεινες να το κοιτάς και τη στιγμή που απλά βλεφάρισες τα μάτια σου, απομακρύνθηκε τόσο όσο χρειαζόταν ώστε να μεγαλώσει η απορία που είχε σχηματιστεί στο βλέμμα σου. Εκείνο απλά σε κοίταξε και σου χαμογέλασε. Στο επόμενο βλεφάρισμα χωρίς καν να μπορείς να κατανοήσεις το πως, βρισκόταν στην αγκαλιά της μητέρας του και με την πλάτη γυρισμένη το έβλεπες να απομακρύνεται.
Ακριβώς τη στιγμή που περνούσε έξω από την τζαμαρία, γύρισε, σε κοίταξε βαθιά στα μάτια και απλά σου ψιθύρισε, είσαι τυχερός...
Ένα αεράκι που δημιουργήθηκε σήκωσε τις λέξεις που μετέφερε το χαρτί στον αέρα και όταν όλα ηρέμησαν χαμήλωσες το βλέμμα παραδομένος πλέον στην πραγματικότητα που βίωνες και που είχες πειστεί ότι ήταν πολύ δύσκολη στην κατανόηση της.
Τα χαρτιά είχαν μπερδευτεί, οι λέξεις είχαν μπερδευτεί και ναι ένιωσες τυχερός διότι αυτό το μπέρδεμα χρειαζόταν για να ξεμπερδέψουν τα πάντα.
Η σειρά που το χάος μετουσιώνεται σε τάξη είναι συγκεκριμένη και απαιτεί αγώνα.
Ονειρέψου, χαμογέλα και πολέμα...
Φτιάξε πατρίδες αδελφέ και βαψ` τες με τα πιο λαμπερά και πρόστυχα χρώματα ώστε να προκαλούν τη συνήθεια του εγώ σου. Βούτα τα πινέλα σου βαθιά μέσα στην ψυχή σου και χαμογέλα. Μέσα από αυτό το χαμόγελο θα βρεις το κίνητρο. Αυτή την κινητήρια δύναμη που χρειάζεσαι ώστε να σταματήσεις να λέγεσαι περαστικός και να μπορέσεις να τραγουδήσεις τον έρωτα μέσα από τις σιωπές σου, έχοντας τους τοίχους της συνείδησης σου λευκούς και λυτρωμένους από τη δουλεία ή τη σκλαβιά που η ζωή στήνει παγίδα στους άτυχους και τους πονηρούς.
Πάρε μια βαθιά ανάσα, χαμογέλα και αφού αφήσεις αυτή την αίσθηση να σε κατακλύσει ετοιμάσου να πολεμήσεις με την συνήθεια. Αυτό το ύπουλο σαράκι της ευτυχίας. Μην καταδεχθείς να ρωτήσεις αν θα νικήσεις, μόνο πολέμα!
Αδούλωτες πατρίδες διατηρημένες μέσα σε παιδικά όνειρα. Από εκείνα που η ζωή σε κάνει να θάβεις κάπου βαθιά μέσα σου και που η καλοκαιρινή ζέστη του Αυγούστου σε ωθεί να τα βρεις και μέσα από την αθωότητα τους να δροσίσεις τις σκέψεις σου που εδώ και καιρό ακολουθώντας την λογική της ενηλικίωσης βράζουν από ζέστη, πόθο και ανάγκη.
Λίγο νερό αδέλφια..., λίγο νερό χρειάζεσαι. Για λίγο νερό παρακαλείς και ναι σε βλέπω και σε κατανοώ. Είσαι κοντά και το γνωρίζω. Ο τοίχος της συνείδησης σου έχει σχεδόν γεμίσει με πολυλογίες και μουτζούρες. Φτάνει το τέλος του κόσμου και εσύ πελαγώνεις. Νιώθεις τις αισθήσεις του κορμιού σου και δυστυχώς και του μυαλού σου, ανικανοποίητες και νιώθεις ανίκανος να κάνεις κάτι.
Σε λίγο αυτός ο τοίχος θα καταρρεύσει. Η συνείδηση σου θα νικηθεί και αυτά τα όρια θα παύσουν.
Μην καταδέχεσαι να ρωτάς, μόνο ζήσε. Ίσως έτσι καταλάβεις ότι αυτός ο τοίχος σου περιόριζε τη θέα και την αντίληψη, κρύβοντας πίσω του μια ταμπέλα που πάντα θα γράφει με μεγάλα φωτεινά γράμματα, Προς αδούλωτες πατρίδες...

Κυριακή 31 Αυγούστου 2014

Το εγώ μου



Χαμήλωσε το βλέμμα, νιώθοντας την ανάγκη να απομονωθεί. Εστίασε στην ξύλινη επιφάνεια και προσπάθησε να αφήσει τον αέρα να καλύψει όλες αυτές τις φωνές που σε τόσες διαφορετικές γλώσσες, σαν σειρήνες τον καλούσαν στο δικό τους ματαιόδοξο κόσμο.
Δεν μπορούσε με σιγουριά να αποδείξει κάτι τέτοιο, όμως δυστυχώς έτσι το ένιωθε και έτσι το αντιμετώπισε.
Ακριβώς εκείνη τη στιγμή που η φάση τούτης της ιδιότυπης απομόνωσης ξεκινούσε, εκείνη ακριβώς τη στιγμή κάθισες απέναντι του και αυτόματα το βλέμμα σου μαγνητίστηκε από τη φιγούρα του.
Στο μυαλό σου ακούστηκε μια ξεχασμένη σκέψη, θαμμένη από καιρό στα υπόγεια του μυαλού σου.
Με σιωπή φωνάζουνε οι άνθρωποι τις μεγαλύτερες κραυγές τους...
Ο αέρας αρκετά δυνατός άφηνε τις λέξεις να ταξιδεύουν και κάποιες αναγκαστικά φιλτραρίστηκαν μέσα από την δική σου αντίληψη, η οποία όμως έχοντας διαφορετικές αντοχές και σε κάποια σημεία διαφορετική οπτική, σε άφησε στο αποτέλεσμα απλό ακροατή γεγονότων και απόψεων για οικείους και ξένους.
Ήταν Αύγουστος και το μεγαλύτερο φεγγάρι του χρόνου έστεκε ακριβώς πίσω σου δείχνοντας το μονοπάτι που οι τρελοί ξέρουν ότι οδηγεί στον τόπο που η ουτοπία κατοικεί. Ένα μονοπάτι που ήξερες ότι ήταν η απάντηση σε όλους σου τους προβληματισμούς.
Όταν κοιτώ τον εαυτό μου να γελά, ποιος είμαι εγώ που γελώ μαζί του? 
Ένα ερώτημα που κουβαλούσες καιρό και η φιγούρα  αυτού του ανθρώπου, που κάλλιστα θα μπορούσε να είναι ο εαυτός που παρατηρείς βιώνοντας την ίδια ανάγκη για απομόνωση, ένιωσες να γελά περιπαιχτικά και ταυτόχρονα να σε περιφρονεί έχοντας τα μάτια του κλειδωμένα σε εκείνη την ξύλινη επιφάνεια η οποία από ώρα είχε λειτουργήσει σαν η δική του προσωπική πύλη που είχε διαβεί προσπαθώντας να ξεφύγει από έναν κόσμο δυστυχώς γεμισμένο μέχρι πάνω με τίποτα.
Μια φασαρία στα αριστερά σου και ελάχιστα δευτερόλεπτα ήταν αρκετά για να αποσυνδεθείς από αυτή την τόσο περίεργη πραγματικότητα και όταν επέστρεψες το μόνο που μπόρεσες να κάνεις ήταν να παραμείνεις στην καρέκλα σου παρατηρώντας ένα  φευγιό για το οποίο δεν προετοιμάστηκες, ανήμπορος να κάνεις το οτιδήποτε για να το αλλάξεις ή να το εμποδίσεις.
Ο ήλιος από ώρα είχε ξεκινήσει το δικό του μοναχικό ταξίδι για εκείνα τα σημεία που καρτερικά τον περίμεναν για να απαλλαγούν από τον μαύρο μανδύα που οι καταστάσεις τους επέβαλαν να φορούν και έτσι όλα αυτά τα πολύχρωμα φώτα που κάλυπταν το βουνό στα δεξιά σου κέντρισαν την ματιά σου που μέσα στα νέα αυτά δεδομένα έστεκε γυμνή και ένιωθε ότι είχε ανάγκη να επαναπροσδιοριστεί  μέσα από μια άλλη εικόνα.
Τα παρατήρησες λοιπόν και προσπάθησες αρχικά να τα δεις ως μια ενιαία εικόνα. Εν συνεχεία όμως σχετικά άμεσα, τα απομόνωσες και προσπάθησες να τα δεις ως διαφορετικές ανεξάρτητες οντότητες.
Ο αέρας σταμάτησε και μαζί του σταμάτησε και η βουή του κόσμου. Το ερώτημα επέστρεψε και το κενό που εξακολούθησε να αφήνει η έλλειψη κάποιας οποιασδήποτε απάντησης σε ζόρισε.
Ποιος είμαι εγώ που νιώθω τον εαυτό μου να ζορίζεται, παρατηρώντας έναν ακόμα εαυτό να παρατηρεί;
Φώτα μέσα σε άλλα φώτα και στο αποτέλεσμα η οπτική να είναι απόλυτα εξαρτημένη από το ίδιο το υποκείμενο της παρατήρησης. Μπερδεύτηκες και το χαμόγελο που αυθόρμητα σχηματίστηκε για κάποιον που γνωρίζει να το αποκωδικοποιήσει, εξέφραζε με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο την αδυναμία σου να κατανοήσεις.
Είχες χαθεί τόσο πολύ σε αυτές τις σκέψεις για ώρα και το χέρι που ένιωσες να σε αγγίζει τρυφερά στον ώμο σε ώθησε να επιστρέψεις στο παρόν με έναν αρκετά σκληρό τρόπο.
Σε κοίταξε και χωρίς να πει κουβέντα σου έγνεψε να τον ακολουθήσεις. Μαγνητισμένος σηκώθηκες και ξεκίνησες να περπατάς. Σε κάθε βήμα ο ήχος αυξανόταν και χωρίς με σιγουριά να μπορείς να πεις το πως, γινόταν και καθαρότερος.
Άφησες πίσω σου ένα μικρό κουτάλι του καφέ, ακριβώς τη στιγμή που ακουμπούσε στην λευκή πορσελάνινη βάση του ποτηριού, ένα ξεψυχισμένο σ αγαπώ λίγο παρακάτω, ένα βλεφάρισμα και μια σκέψη και έναν φόβο και ακριβώς τότε σταμάτησε και γυρνώντας προς το μέρος σου, σου μίλησε και εσύ μπερδεύτηκες ακόμα περισσότερο. Το στόμα του παρέμεινε ακίνητο όμως η φωνή του ακούστηκε καθαρά σε κάθε γωνιά του μυαλού σου.
Τι πιστεύεις ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι συζητούν; Μια ερώτηση μικρή και σαφής και μετά ξανά σιωπή.
Τον κοίταξες γεμάτος περιέργεια. Είναι σαν να με ρωτάς από που φωτίζονται όλα αυτά τα διαφορετικά φώτα στο βουνό, αποκρίθηκες προσπαθώντας να φανείς όσο λιγότερο ανεπαρκής μπορούσες.
Όμως η πραγματικότητα σχεδόν πάντα γεμάτη με ειρωνία όταν είμαστε αδαείς ή πραγματικά έτοιμοι για το παρακάτω έχει την μοναδική δύναμη να μας σοκάρει μέσα από την απλότητα των επεξηγήσεων της.
Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι όλα αυτά τα φώτα έχουν παραπάνω από μια πηγή, σε ρώτησε και σε ζόρισε όσο χρειαζόταν ώστε να φτάσεις στα όρια σου. Χωρίς να σε ρωτήσει σε έπιασε σφιχτά από τον καρπό και χωρίς καμία προειδοποίηση ξεκίνησε να τρέχει, παρασέρνοντας σε σε μια τροχιά που όσο γινόταν γρηγορότερη τόσο περισσότερο σε πίεζε.
Είδες τα φώτα να μεγαλώνουν και να πλησιάζουν όλο και πιο κοντά ώσπου μέσα σε μια στιγμή έγινες αέρας και πέρασες μέσα από μια σχισμή στο πίσω μέρος της τρύπας που από μακρυά φάνταζε σαν ένα αυτόνομο φως.
Πέρασες λοιπόν στο πίσω μέρος, εκεί που τα φώτα παρατήρησες πλέον ότι δεν ήταν τίποτα άλλο από τρύπες μιας εικόνας που ένας τεράστιος και λαμπερός ήλιος φώτιζε και έτσι τα έκανε να ομοιάζουν με φώτα στα μάτια τόσο τα δικά σου, όσο και όποιου η ματιά μπορούσε να ξεγελαστεί.
Τα πάντα εξηγούνται, σου είπε, αρκεί να μπορείς να αμφισβητήσεις αυτόν τον εαυτό που αρχικά σου δίνει τις πληροφορίες που νομίζεις ότι χρειάζεσαι ώστε να ανταπεξέλθεις στην οπτική που ο φόβος δημιουργεί στην πορεία σου προς την κατανόηση.
Βλεφάρισε τα μάτια του και σε ώθησε να κάνεις το ίδιο. Αυτή η απειροελάχιστη στιγμή που αποσυνδέθηκες από αυτή την πραγματικότητα, ήταν αρκετή να σε κάνει να επιστρέψεις στην παραλία και στο τραπέζι που αρχικά είχες επιλέξει και από το οποίο θυμόσουν λίγο πριν να σηκώνεσαι.
Σε είχε τραβήξει εκείνος. Ένιωθες ακόμα τον ηλεκτρισμό που είχε αφήσει στον ώμο σου. Και όταν κοίταξες ευθεία, εκεί στην δική του θέση μπερδεύτηκες ακόμα περισσότερο. Έμεινες να τον παρατηρείς να μιλά και να γελά με ένταση μη θυμίζοντας σε τίποτα την απομονωμένη φιγούρα που είχες στο μυαλό σου.
Ένα μυαλό που μέσα σε τούτο τον παραλογισμό προτίμησε να απομονωθεί, εγκλωβίζοντας τη σκέψη σου σε ατραπούς πρωτόγνωρες, προσπαθώντας να βρει μια κάποια απάντηση στο ερώτημα που είχε αναδυθεί νωρίτερα, νιώθοντας ότι με αυτόν τον τρόπο θα κάνει κάποια έστω υποτυπώδη επανεκκίνηση και όλα θα αποκτήσουν κάποιο νόημα.
Ποιος είμαι λοιπόν εγώ που με παρατηρώ;
Ποιος είμαι εγώ που αναρωτιέμαι ποιος είμαι εγώ;
Όμως το κυριότερο και δυσκολότερο ερώτημα είναι ποιος τελικά είμαι εγώ όταν συγκρίνομαι με το εσύ.
Ο αέρας δυνάμωσε και μαζί του επέστρεψε και η βουή με την διαφορά ότι τώρα χωρίς να μπορείς να ακούσεις κάτι συγκεκριμένο κοιτούσες τους ανθρώπους γύρω σου να μιλούν και να γελούν, στην προσπάθεια που κατέβαλαν να ξορκίσουν την μοναξιά και την ανασφάλεια που είχαν μάθει να κουβαλούν παντού σαν μόνιμη παρέα τους. Μέσα από το δικό τους εγώ που παρατηρούσε το εγώ τους να προσπαθεί...

Σάββατο 19 Ιουλίου 2014

Επίλογος χωρίς προειδοποίηση



Οι όμορφες ψυχές ταλαιπωρούνται τα μεσάνυχτα. Κάθε που αλλάζει η μέρα και μηδενίζει το κοντέρ, νιώθουν μια τρελή επιθυμία να νικήσουν τα όρια και να βγουν από εκείνες τις δεσμεύσεις που ο χρόνος και ο τόπος ορίζουν.
Έτσι ήταν και εκείνος. Μια όμορφη ψυχή που όταν την πρωτοσυνάντησες αυτό το πρώτο χνούδι στο πάνω χείλος, τον έκανε να φαντάζει λίγο αστείος. Γέλασες και του το είπες. Εκείνος σε κοίταξε και χωρίς να πει το παραμικρό, άνοιξε το γκάζι και σχεδόν στιγμιαία μεγάλωσε την μεταξύ σας απόσταση, αφήνοντας σε πλέον μόνο στη μέση μιας μεγάλης αλάνας. Το μηχανάκι του μικρο, αλλά αρκετά δυνατό για να τον μεταφέρει δεξιά και αριστερά και σε τούτη την ηλικία να τον βοηθά να νιώθει, έστω και χωρίς να το καταλαβαίνει απόλυτα, ότι δραπετεύει και γίνεται λίγο μεγαλύτερος.
Τι και αν το σώμα μας δεν νιώθει, αυτό που ξέρει η ψυχή.., Ξεκίνησες να γράφεις αρκετά χρόνια αργότερα. Ένα πρωινό του Ιούλη, από εκείνα που χαράζονται στην ψυχή μας ανεξίτηλα, χωρίς καν να μας ρωτήσουν. Δεν περιμένουν ποτέ για κάποια έγκριση. Το μόνο που απαιτείται είναι συνήθως μια μικρή ενημερωτική φράση, ικανή να αλλάξει όλα τα δεδομένα και χωρίς δεύτερες σκέψεις να ορίσει μια για πάντα τούτο το Σαββατιάτικο πρωινό ως θλιμμένο.
Χάσαμε τον Γιάννη. Τρεις λέξεις και ύστερα σιωπή. Το μυαλό σου αρχικά αντέδρασε. Τι είναι για να τον χάσουμε, ρώτησες προσπαθώντας να εξαφανίσεις όλα τα υπόλοιπα ενδεχόμενα. βελόνα;
Η άλλη άκρη της γραμμής παρέμεινε σιωπηλή και έτσι τούτο το νοητό χαστούκι που η πραγματικότητα σου έδωσε τόσο ενήλικα, σε πόνεσε και σε υποχρέωσε να δεχτείς την σκληρή της φύση.
Χωρίς άλλες κουβέντες έκλεισες το τηλέφωνο και επέστρεψες σε εκείνη την αλάνα με το ημερολόγιο του μυαλού σου να γράφει 1992. Μια εποχή τόσο κοντά χρονικά στο σήμερα όμως τόσο διαφορετική ως προς τον τρόπο ζωής που επέβαλε. Χωρίς διαδίκτυο και ψεύτικους φίλους, χωρίς οθόνες και καλοφτιαγμένα στάτους. Μόνο αλήθεια και παιδική άγνοια. Αθωότητα και παγωτό χωνάκι τα καλοκαιρινά απογεύματα Σαββάτου που με το λεωφορείο πηγαίνατε ως την Κηφισιά, προσπαθώντας να μεγαλώσετε όσο μπορούσατε γρηγορότερα.
Εκείνος ήταν μικρότερος, όμως μόνο ηλικιακά. Η ψυχή του πέρα από όμορφη ήταν και δουλεμένη, τόσο όσο χρειαζόταν για να μπορεί ισότιμα να στέκει στις συζητήσεις σας και να νιώθει και εκείνος ότι τον αποδέχεστε.
Πιο παιδί δεν θέλει να μεγαλώσει και ποιος έφηβος δεν θέλει να αρέσει;
Το μυαλό σου σε ώθησε να επιστρέψεις σε εκείνη την αλάνα και ξεκινώντας από εκεί να προβάλεις μια ταινία μικρού μήκους στο μυαλό σου έχοντας εκείνον ως πρωταγωνιστή.
Άντεξες μόλις λίγα δευτερόλεπτα, έως ότου το συνειδητό σου κατακλυστεί από τούτη την αλήθεια που ένα σύρμα γεμάτο ηλεκτρισμό σου είχε μεταφέρει λίγο νωρίτερα, και ξέσπασες σε λυγμούς.
Δεν μπορούσες να προσδιορίσεις ακριβώς γιατί έκλαιγες. Αρχικά έβαλες τον τίτλο - Αδικία-. Ήταν νέος και είχε ακόμα πολλά να κάνει.
Έκλεισες τα μάτια σου νιώθοντας τα πλέον να σε πονάνε και η εικόνα του ξεκίνησε να προβάλλεται παντού μέσα στο κεφάλι σου, φορώντας διαφορετικά ρούχα και ζώντας σε τόσες διαφορετικές περιόδους. Σε μια παραλία καλοκαίρι να κοιτιέστε με νόημα, λίγο μετά το πρώτο φιλί που ο τότε μεγάλος σου έρωτας σου είχε δώσει, με το φεγγάρι να φωτίζει ένα σ αγαπώ γραμμένο με αθωότητα στην άμμο. Έξω από ένα σινεμά με εσένα να τσαμπουκαλεύεσαι με αστυνομικούς νομίζοντας πως έχεις δίκιο, και εκείνον να έχει ασπρίσει και να σε σκουντά προσπαθώντας να σε προφυλάξει. Στην αυλή του σπιτιού του που περήφανα σου έδειξε την καινούργια του μηχανή.
Κατέληξες ώρα μετά στο μοναστηράκι στα μέσα της δεκαετίας του `90 να τριγυρνάτε από μαγαζί σε μαγαζί ψάχνοντας για εκείνο το ζευγάρι μπότες Βέρμαχτ που νομίζατε ότι χρειαζόσασταν για να γίνετε περισσότερο cool. Χαμογέλασες καθώς θυμήθηκες ότι προσπαθούσατε να καταλάβετε την αυθεντικότητα τους μη έχοντας καμία γνώση και τελικά καιρό μετά ανακαλύψατε ότι αυτό που νομίζατε για σίδερο δεν ήταν κάτι περισσότερο από πεπιεσμένο χαρτόνι. Αυτό όμως ποτέ δεν σας εμπόδισε να τις φοράτε και να χορεύετε ξανά και ξανά το Basket Case των Green Day, το οποίο είχε μόλις κυκλοφορήσει και σας είχε πάρει τα μυαλά.
Βαριανάσανες για αρκετή ώρα ώσπου να μπορέσεις ξανά να ελέγξεις την αναπνοή σου και τότε αυθόρμητα πήρες ένα κομμάτι χαρτί νιώθοντας την ανάγκη να το μουτζουρώσεις και έτσι να προσπαθήσεις να βάλεις τις σκέψεις σου σε μια σειρά.
Πήρες το χαρτί, πήρες και ένα στυλό που βρήκες δίπλα σου και την στιγμή που το ένα άγγιξε το άλλο ένιωσες σαν να παγώνεις.
Τι μπορώ να γράψω; σκέφτηκες. Πως μπορώ άραγε να φυλακίσω σε δυο γραμμές μια ολόκληρη ζωή με έναν άνθρωπο που γεννήθηκε ξένος, έγινε φίλος και κατέληξε να βρίσκεται στην ψυχή μου και στην καρδιά μου ως αδελφός. Ως ο μικρότερος μου αδελφός για τον οποίο πάντα ήμουν περήφανος.
Ξεφύσηξες και κοίταξες γύρω σου. Ο δρόμος ακριβώς έξω από το παράθυρο σου, σε τούτο το αγγλικό προάστιο που η ζωή σε έσπρωξε να βρεθείς εδώ και καιρό, παρέμεινε ενοχλητικά ήρεμος και ουδέτερος. Σαν να μην μπορούσε να κατανοήσει το μέγεθος της τραγωδίας. Σαν να μην ενδιαφερόταν καν. Πως είναι δυνατόν, φώναξες όσο πιο δυνατά μπορούσες και δάκρυα πλημμύρισαν τα ήδη κόκκινα μάτια σου.
Οι όμορφες ψυχές ταλαιπωρούνται τα μεσάνυχτα και ψάχνουνε τρόπο να αλλάξουνε τη μοίρα. Η δική του τελικά γραμμένη από καιρό, τον περίμενε μερικές ώρες μετά το ξεκίνημα μιας νέας μέρας, για να ολοκληρώσει μια σύντομη αλλά πολύ σημαντική ζωή γεμάτη αξιοπρέπεια και προσπάθεια.
Έψαξες στα συρτάρια σου και δεν σου ήταν δύσκολο να την βρεις. Άλλωστε φεύγοντας πήρες ελάχιστες φωτογραφίες μαζί σου, γνωρίζοντας ότι κάποια θλιμμένα απογεύματα που έξω η βροχή θα μούσκευε τα πάντα, θα ένιωθες την ανάγκη να αναπολήσεις το παρελθόν και να χαθείς μέσα τους.
Ήσασταν παρέα στο νησί και κάτω δεξιά η ημερομηνία ήταν Αύγουστος του 1999. Κοιτούσατε το φακό με αυτοπεποίθηση και γιατί όχι άλλωστε. Το μέλλον ήταν μπροστά και το άμεσο παρελθόν ήταν γεμάτο όμορφες εμπειρίες.
Ένας αναστεναγμός βγήκε αυθόρμητα από μέσα σου και ένα γαμώτο έφτασε μέχρι το δρόμο και τους περαστικούς που ανίδεοι συνέχισαν την πορεία τους. Όμως έτσι δυστυχώς είναι ο θάνατος. Προσωπικός και μοναχικός. Σε ωθεί να βιώσεις την απώλεια θες δεν θες και τις περισσότερες φορές όσα χαρτιά και να μουτζουρώσεις, δυστυχώς δεν θα μπορέσεις να ισοσταθμίσεις τούτη την ανάγκη για μια έστω τελευταία αγκαλιά.
Πως λοιπόν λες αντίο σε έναν άνθρωπο με τον οποίο έχεις μοιραστεί τις μισές αναμνήσεις της ζωής σου; Πως αποδέχεσαι ότι έφυγε για πάντα, άσχετα αν μερικές ημέρες πριν τον κοιτούσες στα μάτια και του χαμογελούσες πλατιά, νιώθοντας ευτυχής που τον έχεις απέναντι σου, ακούγοντας τους προβληματισμούς του για το μέλλον, προσπαθώντας να τον πείσεις να τα αφήσει όλα και να έρθει παρέα στα ξένα μακρυά από όλες εκείνες τις καταστάσεις που ποτέ του δεν επέλεξε να ζήσει και που όμως αντιμετώπισε για χρόνια παλικαρίσια και με περισσή αξιοπρέπεια.
Πως μπορείς να πεις αντίο στον αδελφό σου, άσχετα αν τον γέννησε άλλη μητέρα, ο οποίος ήταν πάντα εκεί από όταν θυμάσαι τον εαυτό σου;
Οι όμορφες ψυχές ταλαιπωρούνται τα μεσάνυχτα, όμως έρχεται πάντα ένα ξημέρωμα να τους πάρει μακρυά και να τους οδηγήσει σε άλλες ατραπούς και να τους επιβραβεύσει για το σθένος και την ανθρωπιά με την οποία διαχειρίστηκαν τη ζωή τους και δίδαξαν και όλους εμάς πως να γίνουμε λίγο περισσότερο άνθρωποι.
Κοίταξες το χαρτί που πεισματικά παρέμενε λευκό και πιέζοντας το χέρι και το μυαλό σου με όση δύναμη σου είχε απομείνει ξεκίνησες να αποτυπώσεις τα όρια τούτης της τραγωδίας.
Έξω η ζωή, μέσα η απώλεια. Συγκρούσεις τρομερές, στιγμές μικρές.
Το κοίταξες και συμπλήρωσες από κάτω με κεφαλαία γράμματα ΑΝΤΙΟ. Ένα αντίο που σου φάνηκε τόσο παράταιρο που σχεδόν την στιγμή που το έγραψες, πέρασες από πάνω του μια γραμμή ακυρώνοντας το.
Σ αγαπώ πολύ, εις το επανιδείν αδελφέ.
Αυτή ήταν η φράση η σωστή και μόλις την αποτύπωσες το ένιωσες βαθιά στην ψυχή σου.
Εις το επανιδείν αδελφέ. Σ αγαπώ...

Πέμπτη 26 Ιουνίου 2014

Ο πρώτος φόβος


Αυτή η λέξη σου βγήκε αυθόρμητα. Ξεκίνησε σαν εκπνοή και δυστυχώς κατέληξε σε δήλωση και μάλιστα βαρυσήμαντη. Εκείνη ατάραχη σαν να περίμενε τούτη την αντίδραση σου, απλά σε έφερε αντιμέτωπο με τον εαυτό σου. Είχε αυτή τη μοναδική ικανότητα να παίζει ανά πάσα στιγμή ένα νοητικό πινγκ πονγκ με τις σκέψεις σου και εσύ δυστυχώς όσος καιρός και αν πέρασε, παρέμεινες απελπιστικά αρχάριος στην προσπάθεια σου να αναχαιτίσεις τούτες τις επιθέσεις.
Οκ λοιπόν, τι είναι αυτό που φοβάσαι ; Τόσο απλά μια ερώτηση σε νίκησε με συνοπτικές διαδικασίες και σε άφησε χωρίς φωνή να κοιτάς, έχοντας το ύφος του νικημένου που του αφαιρέθηκε η νίκη την τελευταία στιγμή.
Ήσουν πεπεισμένος ότι αυτή σου η δήλωση θα προκαλούσε μια μικρή έστω διαμάχη και μέσα στο μυαλό σου είχες προετοιμάσει διάφορες απαντήσεις, εκτός από εκείνη που τώρα χρειαζόσουν. Έπρεπε να παραδεχτείς ότι τούτη η νοητική προετοιμασία ήταν ελλιπής και τώρα ουσιαστικά στεκόσουν αντιμέτωπος με τον εαυτό σου, αυτόν τον τόσο οικείο άγνωστο.
Τι φοβάμαι, αναρωτήθηκες φωναχτά, νομίζοντας ότι αυτός ο τρόπος ήταν ο πλέον έξυπνος ώστε να κερδίσεις λίγο χρόνο ακόμα ώστε να μπορέσεις να επεξεργαστείς και να φιλτράρεις κατάλληλα την απάντηση που θα σε έστεφε νικητή.
Εκείνη σου χαμογέλασε και παρέμεινε αμίλητη γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι η νίκη ήταν δική της και έτσι απλά έδειξε λίγη παραπάνω μεγαλοψυχία.
Είναι πάντα ετούτη η πονηρή ερωμένη που λέγεται εμπειρία, η οποία και έχει τη δύναμη να μας ωθήσει να βιώσουμε καταστάσεις οι οποίες σχεδόν πάντα μας κάνουν να ανοίξουμε τα μάτια μας και να δούμε καθαρά, με αδούλωτο πλέον μάτι που λέει και ο μεγάλος ποιητής της Κρήτης, όλα τα φαινόμενα και όλες εκείνες τις αλήθειες όσο πικρές και αν φαντάζουν και έτσι να νικήσουμε τις σκιές που συνήθως δημιουργούνται από τη μοίρα με μόνο σκοπό να μας παραπλανήσουν δοκιμάζοντας την πίστη μας σε τούτο το αδιαίρετο μονοπάτι που οφείλουμε να βαδίσουμε από την αυγή μέχρι το δειλινό, πλησιάζοντας ολοένα προς την ολοκλήρωση.
Μέσα από τα φοβισμένα μάτια σου θυμήθηκε την δική της πρώτη φορά που βρέθηκε σε τούτη την τόσο περίεργη θέση. Κόντευε τα τριάντα και από την αγκαλιά της είχαν περάσει περίπου όσοι άντρες είχαν περάσει από το κρεββάτι της. Σχεδόν με όλους είχε ζήσει το ίδιο μοτίβο. Ενθουσιασμός, υπομονή, κατανόηση, συνειδητοποίηση, ανυπομονησία, μοναξιά, χωρισμός. Τα επτά στάδια που όλοι περνάμε μέσα στις σχέσεις, χωρίς δυστυχώς τις περισσότερες φορές να έχουμε τη δυνατότητα να τα αντιληφθούμε και να τα κατανοήσουμε.
Μαθαίνουμε να τα συμπιέζουμε όλα μέσα σε μια μικρή σακούλα και στην ετικέτα απλά γράφουμε έρωτας. Κόκκινα μεγάλα γράμματα, δύο τρεις καρδούλες εδώ και εκεί και το παραμύθι είναι έτοιμο.
Η μοναξιά δίνει τη θέση της στη συντροφικότητα και εκείνο το χάδι που απλόχερα μας χαρίζεται είναι η αιτία που χαμογελάμε συνεχώς, αφήνοντας το να μας ενθουσιάσει.
Υπάρχει κάποιος να μοιραστούμε το κρεββάτι μας, την αγαπημένη μας εκπομπή και κάποιες φορές και τον οργασμό μας που όμως πάντα απέχει από εκείνο το νεανικό συναίσθημα που μπορούσε να μας κάνει να μουδιάζουμε από τα δάχτυλα των ποδιών ως τα πιο απόκρυφα μας όνειρα.
Σε κοίταξε λίγο καλύτερα και μπόρεσε να δει ότι αυτό το είχες ήδη γνωρίσει. Γραμμένη κάπου κάτω δεξιά ήταν η λέξη ενθουσιασμός. Το ένιωσες και της ανταπέδωσες το χαμόγελο. Ήξερες και ίσως για αυτό το λόγο φοβόσουν. Κάθε διαδικασία εξελίσσεται μέσα από συγκεκριμένες ατραπούς και έτσι λίγο πολύ τα βήματα είναι γνωστά.
Όταν ο ενθουσιασμός, έστω ο πρόσκαιρα βαφτισμένος με το ιερό όνομα του έρωτα, έρθει αντιμέτωπος με το χρόνο, τότε ξεθωριάζει και αλλοιώνεται, αφήνοντας σε με ένα συναίσθημα υπομονής. Ότι θα ανακάμψει, ότι θα ενεργοποιηθεί ή ίσως ότι δεν θα αλλάξει παραπέρα.
Εκεί βρίσκεται και η αδιόρατη γραμμή που σε περνά στον κόσμο της κατανόησης. Ένα μη προγραμματισμένο meeting που απαιτεί παραπάνω χρόνο ή μια βόλτα μετά τη δουλειά που σε αναγκάζει να κοιμηθείς μοναχή σου γνωρίζοντας ότι θα είναι άκαρπο να περιμένεις. Όμως εξακολουθείς να έχεις κατανόηση. Τόση όση χρειάζεται για να μπορείς να εξαπατάς τον εαυτό σου που γεμάτος από ανάγκες εθελοτυφλεί προσπαθώντας να κρατήσει ισορροπίες σημαντικές για την καθημερινή του συνύπαρξη με όλους εκείνους που αυθαίρετα έχει καταχωρήσει στο μυαλό του ως σημαντικούς. Μια διαδικασία δυστυχώς βραχυχρόνια διότι κατά βάθος γνωρίζεις ότι ο χρόνος μέσα από τη διττή του υπαρξιακή υπόσταση φανερώνει τα πάντα. Οπότε η συνειδητοποίηση είναι μονόδρομος αργά ή γρήγορα, αν πραγματικά θέλεις να διατηρήσεις ένα έστω μικρό ίχνος αυτοσεβασμού. Και τότε η κατάβαση ξεκινά και απαιτεί άμεσα ανταλλάγματα, τα οποία όμως πολύ γρήγορα κατανοείς ότι είναι τόσο μεγάλα και απαιτητικά που ξεκινάς να απελπίζεσαι. Όχι για άλλο λόγο παρά γιατί ήθελες τούτη η αυταπάτη να διαρκέσει λίγο παραπάνω.
Έτσι ξεκινάς να πιέζεις για αυτόν τον τόσο πολύτιμο χρόνο που θεωρείς ότι σου στερούν χωρίς κανένα δικαίωμα. Η κατανόηση και το σκεπασμένο φαγητό στο φούρνο δίνουν τη θέση τους στον παραλογισμό  και τα συνεχόμενα τηλέφωνα που νιώθεις ότι χρειάζεσαι ώστε να διατηρήσεις για λίγο ακόμα τον έλεγχο. Όμως τώρα τρως μόνη σου και το κρεββάτι σου γεμίζει τις ώρες που δεν κάνει κάποια διαφορά. Η αγαπημένη σου εκπομπή σε αφήνει με ένα πικρό χαμόγελο, λόγω της απουσίας ενός διαλόγου που τόσο πολύ έχεις ανάγκη και τότε είναι που η μοναξιά σου χτυπά ξανά την πόρτα και δεν σου αφήνει άλλα περιθώρια για όνειρα. Με συνοπτικές συνήθως διαδικασίες ο χωρισμός είναι δεδομένος και έτσι λίγο καιρό μετά το μόνο που μένει είναι μια φωτογραφία σε κάποιο συρτάρι και μια οδοντόβουρτσα παραπεταμένη στο μπάνιο που προσποιείσαι ότι είναι κάποιου συγκάτοικου, αλλά μέσα σου ξέρεις. Η ανάγκη σε ωθεί να την αφήνεις εκεί να υπάρχει ως μια απόδειξη ότι όλο αυτό το παρελθόν ήταν αληθινό και εσύ ήσουν εκεί παρούσα να το ζήσεις.
Επτά στάδια, πάντα τα ίδια, με διαφορά μόνο στα ονόματα και σε κάποιες συνήθειες. Όμως τούτος ο φόβος που σήμερα κουβαλάς μέσα από την ανάσα σου νιώθεις ότι είναι κάτι διαφορετικό.
Εκείνη σπάζοντας τη σιωπή της μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου, σε ώθησε να βιώσεις τούτο το φόβο στο έπακρο, απλά αντικρίζοντας τον.
Αχ ! Ο έρωτας. Σε κάνει να χάνεις τα πάντα. Τον ύπνο σου, τη σκέψη σου και τις παραμέτρους σου. Σε σπρώχνει σε ένα γκρεμό και εσύ πέφτεις και τούτη η κάθοδος αναιρεί τα πάντα.
Και εκείνη την πρώτη της φορά ένιωσε χαμένη, μπερδεμένη και απόλυτα τρομοκρατημένη από αυτό το μοναδικό συναίσθημα στο οποίο δεν χωρούσε τίποτα παραπέρα από την αλήθεια. Η διαδικασία σε γενικές γραμμές ανάλογη, με την μόνη διαφορά ότι τούτη η εξασθένηση των συναισθημάτων μέσα στο χρόνο, δεν οδηγεί  στη μοναξιά αλλά στην ευγνωμοσύνη για όλες αυτές τις μικρές στιγμές που χαράσσονται για πάντα στην ψυχή μας.
Σου έπιασε το χέρι, σε κοίταξε βαθιά στα μάτια και σε ξαναρώτησε. Τι είναι αυτό που φοβάσαι;
Τον εαυτό μου, απάντησες ξέπνοα, υποκύπτοντας σε τούτη την ήττα νιώθοντας πλέον ότι ήταν η ώρα να την αποδεχθείς.
Τον εαυτό μου που έχει βγει από τα όρια, είπες συνεχίζοντας. Τον εαυτό μου που νόμιζα ότι γνώριζα και τώρα μόνο στο άκουσμα ενός ονόματος ή μιας φωνής τον νιώθω έτοιμο για πράγματα και καταστάσεις που μέχρι τώρα δεν είχα ποτέ φανταστεί ότι υπάρχουν μέσα μου ως ενδεχόμενα.
Φοβάμαι τούτη τη μοναδική κατάρα και ευλογία του έρωτα από την οποία ξέρω ότι δεν θα βγω ποτέ ξανά ο ίδιος...

Τρίτη 27 Μαΐου 2014

Μαραμπού


Αυτός ο ήλιος με μελαγχολεί, με κάνει να θυμάμαι όσα δεν θέλω και μου ζητά όσα δεν μπορώ.
Στο είπε μετά από μία παρατεταμένη σιωπή που όμορφα είχε βυθίσει τον καθένα στις δικές του σκέψεις.
Η φωνή του μετέφερε πόνο. Όχι αβάσταχτο ή ακατανόητο. Όχι, δεν ήταν κάτι τέτοιο δυστυχώς.
Ήταν εκείνος ο πόνος ο κατασταλαγμένος, εκείνο το συναίσθημα που σαν βαρίδι κουβαλάμε μέσα μας όταν πλέον είμαστε σίγουροι ότι τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει και όλη τούτη η κατάσταση έχει καταχωρηθεί και επίσημα κάτω από την ετικέτα της ανάμνησης.
Αυτός ο πόνος, ίδιος με τον πόνο που περήφανα μεταφέρουν οι Κέλτες διαμέσου των αιώνων μέσα από τα τραγούδια τους, απλώθηκε στην ατμόσφαιρα και σαν κεραυνός που κεντρίζει αυτόματα το μάτι, σε έκανε να γυρίσεις και να τον κοιτάξεις κατευθείαν στα μάτια.
Στο βλέμμα σου η απορία δεν άφηνε περιθώρια για παρερμηνείες. Τι και αν τον γνώριζες καιρό, τούτο το συναίσθημα σε μαγνήτισε και σε αιχμαλώτισε τόσο πρωτόγνωρα, που σε ώθησε να ζητήσεις περισσότερες λεπτομέρειες ώστε να μπορέσεις να το κατανοήσεις.
Εκείνος έκανε μια ακόμα παύση, άνοιξε την καφέ τσάντα που πάντα κουβαλούσε μαζί του και βγάζοντας από μέσα ένα χοντρό βιβλίο ξεκίνησε να το φυλλομετρά, σαν να έψαχνε κάτι συγκεκριμένο. Ήταν μερικές στιγμές αργότερα όταν με μουσική υπόκρουση τον απαλό παφλασμό των κυμάτων δίπλα σας, ξεκίνησε να απαγγέλλει. Ήταν Καββαδίας και σου ήταν παντελώς άγνωστο. Λίγο η αρχή ήταν γνώριμη αλλά, όχι τελικά δεν το είχες ακούσει ποτέ ξανά.
Λένε για μένα οι ναυτικοί, που εζήσαμε μαζί, πως είμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο.
Όταν τελείωσε, τα συναισθήματα σου ήταν ανάμεικτα. Χαρά και φόβος, λαχτάρα και άρνηση, μελαγχολία και όραμα.
Στα αφτιά σου έμεινε για λίγο να επαναλαμβάνεται η τελευταία φράση, και έτσι καθώς επίμονα και εκείνο με κοιτά, νομίζω πως στη μοναξιά και στη βλακεία του μοιάζω.
Απουσίες λοιπόν, ντυμένες τόσο όμορφες λέξεις και χρώματα σαν να επρόκειτο για γιορτή. Όμως πάντα όταν μπορέσεις να κοιτάξεις με καθαρή ματιά το γεγονός που γιορτάζουν, τότε δυστυχώς ένα δάκρυ σχεδόν πάντα ξεφεύγει αυθόρμητα για όλες εκείνες τις απουσίες που και εσύ ο ίδιος κουβαλάς και για τις οποίες δεν είπες ποτέ ούτε μια κουβέντα.
Τις έντυσες με μουσικές και χαμόγελα και έκανες ότι και όλοι οι υπόλοιποι. Προσποιήθηκες ότι ήταν παρουσίες.
Εκείνος έστρεψε το βλέμμα του στα αριστερά και από εκεί στον ορίζοντα. Η ηρεμία της θάλασσας σε συνάρτηση με την ζέστη που έκανε έντονη την παρουσία του καλοκαιριού, ωθούσε εκεί στο βάθος τον ορίζοντα να χάνεται και την θάλασσα με έναν όμορφο τρόπο να ενώνεται με τον ουρανό.
Η ζωή καθημερινά μας διδάσκει μέσα από τις εικόνες τις, σου είπε και μετά ξανά σιωπή. Για κάποιο τρίτο σίγουρα θα ήσασταν περίεργο θέαμα, όμως εσύ είχες πλέον συντονιστεί και καταλάβαινες απόλυτα τι εννοούσε.
Που τελειώνει ο ουρανός και που ξεκινά η θάλασσα αναρωτήθηκες. Ο ουρανός, ο γεμάτος καρπούς και υποσχέσεις να αντανακλά την αντρική του φύση μέσα από τις γαλήνες και τα ξεσπάσματα του που τόσο άναρχα διάφοροι εξωγενείς παράγοντες δημιουργούν κάθε στιγμή.
Και η θάλασσα που καλυμμένη με την σοφία που περιβάλλει την θηλυκή της φύση, έχει πάντα την κατανόηση αλλά και την σκληρότητα να δημιουργεί και να ενεργεί.
Που λοιπόν τέμνονται τούτες οι δυνάμεις αναρωτήθηκες φωναχτά και η απάντηση ήταν άμεση. Πουθενά, και αυτό διότι πολύ απλά δεν είναι διακριτές, ούτε διαφορετικές, Αποτελούν τις δύο πλευρές ενός και μόνο νομίσματος που συνεχώς λανθασμένα αναρωτιόμαστε αν είναι κορώνα ή γράμματα.
Μετά από αυτό πάλι σιγή. Η τρίτη και όπως το ένιωσες και η μεγαλύτερη.
Άφησες το βλέμμα σου να φύγει εκεί προς τον ορίζοντα, μιμούμενος τις έτερες αντιδράσεις και τότε ήταν που κάτι λαμπύρισε μέσα στο νερό αρκετά κοντά σου.
Η περιέργεια, πάντα ο καλύτερα χειρότερος σύμβουλος της γνώσης, σε ώθησε να αποκοπείς από αυτό το μικρό σύνολο και να περπατήσεις προς τα εκεί. Η καυτή άμμος που ένιωθες σε κάθε σου βήμα σαν δοκιμασία, διατήρησε την σκληρότητα της ως τη στιγμή, την λυτρωτική εκείνη στιγμή, που τα πόδια σου άγγιξαν το νερό.
Η λάμψη μετατοπίστηκε στα δεξιά σου, από εκεί με ταχύτητα στα αριστερά σου και χωρίς καμία προειδοποίηση, έχοντας ήδη περπατήσει μερικά βήματα ακόμα, με το νερό να σε έχει καλύψει μέχρι τη μέση, ένιωσες μια δύναμη να σε τραβάει προς τα εμπρός. Το σώμα σου παραδομένο σε τούτο τον αιφνιδιασμό δεν μπόρεσε να αντιδράσει και έτσι βρέθηκες να σέρνεσαι στην άμμο με ταχύτητα, νιώθοντας δυο χέρια να σε οδηγούν βαθιά μέσα στη θάλασσα.
Η περιέργεια, όπως πάντα, αντιμέτωπη με το αναπάντεχο και την δυσκολία, δεν χρειάστηκε παρά μόνο μερικές στιγμές για να μετατραπεί σε απόγνωση, σέρνοντας μαζί με το σώμα σου και κάθε λογής αρνητική σκέψη.
Ένας αρνητισμός που τόσο αναπάντεχα εξαφανίστηκε όταν ξαφνικά όλα σταμάτησαν και βρέθηκες να κοιτάς δύο μεγάλα θαλασσιά μάτια τόσο διαπεραστικά και τόσο όμορφα...
Η απορία που είχε δημιουργηθεί στο βλέμμα σου για αυτό που αντίκρυζες, ήταν εύκολα αναγνώσιμη από κάποιον που γνώριζε πως να την διαβάσει και εκείνη, ήσουν σίγουρος από την πρώτη στιγμή που οι ματιές σας διασταυρώθηκαν, ότι γνώριζε.
Σου χαμογέλασε πλατιά και χωρίς να μιλήσει σου έκανε νόημα να την ακολουθήσεις. Ξεκίνησε να κολυμπά σχετικά γρήγορα και εσύ για μερικές στιγμές έμεινες στάσιμος να την κοιτάς και να προσπαθείς να πείσεις τη λογική σου ότι αυτό που βλέπεις είναι αληθινό.
Όταν αποφάσισες να ξεκινήσεις, μετά βίας πλέον αναγνώριζες τη φιγούρα της στο βάθος και όμως αρκετά γρήγορα βρέθηκες ξανά στο πλάι της, νιώθοντας ότι αυτό είναι το πλέον φυσιολογικό.
Η τροχιά ήταν καθοδική και περίεργος πώς αντί ο χώρος να γίνεται ολοένα και πιο σκοτεινός, μια περίεργη λάμψη ξεκίνησε να σε ενοχλεί και καθώς κατέβαινες η λάμψη αυτή έγινε έκρηξη και μόλις μπόρεσες να ανοίξεις τα μάτια σου ξανά, νιώθοντας ένα ελαφρύ πόνο, εκείνη βρισκόταν απέναντι σου, διασκεδάζοντας με την κατάσταση που είχε βάλει σε τόσο έντονη δοκιμασία το σώμα και το μυαλό σου.
Πλέον η θάλασσα είχε εξαφανιστεί και εκείνη είχε "ανταλλαξει" την φανταχτερή μπλε ουρά της, που λίγο πριν κουνούσε ρυθμικά δεξιά αριστερά, με ένα ζευγάρι καλλίγραμμα πόδια που όπως η ματιά σου ξεκίνησε να τα παρατηρεί ανεβαίνοντας προς τα μάτια της, σου φάνηκαν ατέλειωτα.
Ένας προθάλαμος κατάλευκος με μια και μόνο επιγραφή ακριβώς πάνω από την ξύλινη πόρτα ακριβώς στο κέντρο του απέναντι τοίχου, - ΕΙΣΟΔΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗ-
Σε πήρε από το χέρι και με αργά βήματα κατευθυνθήκατε προς τα εκεί. Η πόρτα άνοιξε και ξεκίνησες να περπατάς σε ένα μεγαλύτερο αλλά εξίσου κατάλευκο δωμάτιο με δυο μεγάλους πίνακες, έναν στα δεξιά σου και έναν στα αριστερά σου.
Στο κέντρο ένα στρογγυλό τραπέζι και επάνω του δύο μικρές ξύλινες ταμπέλες με ευδιάκριτα γραμμένες επάνω τους τις λέξεις απών και παρών.
Εκείνη σε οδήγησε ως εκεί και τότε χωρίς καμία προειδοποίηση, έβγαλε μια τόσο έντονη και διαπεραστική κραυγή η οποία την έκανε να σπάσει σε αμέτρητα κομμάτια που έντρομος είδες να σκορπίζονται στο δάπεδο και να καλύπτουν όλο το χώρο. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή οι πίνακες ξεκίνησαν να γεμίζουν γραμμές και χρώματα, λες και ένα αόρατο χέρι είχε ξεκινήσει να δημιουργεί με ένα αυτόνομο δικό του τρόπο.
Ακριβώς απέναντι στον τοίχο, μία πόρτα ξεκίνησε να δημιουργείται και μια επιγραφή εμφανίστηκε ακριβώς από πάνω της.
-Δες και θα σε δουν, νιώσε και θα καταλάβεις, ζήτα και θα λάβεις-
Σου πήρε μερικές μόνο στιγμές να εναρμονιστείς σε τούτα τα νέα δεδομένα και τότε πήρες στα χέρια σου τις δυο μικρές επιγραφές και στάθηκες μπροστά στον πρώτο πίνακα. Είδες το σπίτι σου, τους γείτονες σου, τους φίλους από τη δουλειά που συχνά πυκνά βγαίνετε παρέα τα Σαββατόβραδα, είδες τη γυναίκα με την οποία μοιράζεσαι το κρεββάτι και την καθημερινότητα σου.
Ήσουν αρκετά σίγουρος ότι αυτό είναι κάδρο που έπρεπε να κρεμάσεις την επιγραφή παρών. Όμως σε προβλημάτισε ότι υπήρχαν πολλές λεπτομέρειες που παρατηρούσες για πρώτη φορά. Το χρώμα του φράχτη σου, το χαμόγελο σου όταν έπινες, τα μάτια της γυναίκας που ξυπνούσε κάθε πρωί δίπλα σου.
Πισωπάτησες, νιώθοντας λίγο άβολα και στράφηκες στον άλλο πίνακα. ο οποίος είχε ζωγραφισμένα μόνο δύο μάτια. Ένιωσες ότι ήταν αρκετά. Τα κοίταξες και μέσα τους είδες τα πάντα. Άκουσες τη φωνή της να αντηχεί στα αφτιά σου και κλείνοντας τα μάτια σου αυθόρμητα, ο ήχος μετατράπηκε σε παφλασμό και τα ρουθούνια σου γέμισαν αλμύρα.
Μπορούσες άραγε να ονομάσεις τούτη την κατάσταση απών;
Κατέληξες σε ένα χαμόγελο. Οι δύο αυτές ταμπέλες βάραιναν πλέον τα χέρια σου όμως στο μυαλό σου τα πράγματα ξεκίνησαν να απλοποιούνται.
Τι και αν ζούμε μια καθημερινότητα γεμάτη με άλλους, τι και αν συνδεόμαστε και αλληλοεπιδρούμε. Θα μπορούσε κάποιος με σιγουριά να πει ότι έτσι είμαστε παρόντες;
Η απάντηση ήταν εύκολη, φυσικά και όχι. Παρόντες είμαστε εκεί που νιώθουμε, μέσα από τα μάτια που συνεχώς κουβαλάμε παρέα μας και με τα οποία μοιραζόμαστε τις χαρές μας, τις νίκες μας και τις υπομονές μας.
Εκεί είναι το παρών, αφήνοντας τον αντίποδα να υπάρχει εκεί που απλά περιφέρουμε το σώμα μας, μέσα σε όλες τις καθημερινές εκφάνσεις του πρέπει μας.
Τοποθέτησες τις επιγραφές στις "σωστές" τους θέσεις και τότε εμφανίστηκε ακριβώς μπροστά από την πόρτα μια ακόμα επιγραφή, με μια και μόνο λέξη, -ΣΥΝΘΗΜΑ-
Η είσοδος ήταν ελεύθερη, η έξοδος όμως όχι. Έκανες ένα βήμα πίσω και αφού η ματιά σου έκανε έναν γύρο στο δωμάτιο, κατέληξε στον πίνακα στα δεξιά σου και στα μάτια της.
Ήξερες και απλά χαμογέλασες. Βγήκες από το δωμάτιο, αφήνοντας πίσω σου γραμμένο στο πάτωμα ένα τεράστιο, για πάντα..
Την επόμενη στιγμή καθόσουν ξανά στην αρχική σου θέση, νιώθοντας το μυαλό σου να στροβιλίζεται. Ο διαχωρισμός σαφής και τελικά πολύ απλός. Από την μια η παρουσία της απουσίας, γεμάτη ενέργεια και δύναμη και από την άλλη η απουσία της παρουσίας γεμάτη ερωτηματικά και ανυπομονησίες.
Και δυστυχώς τις περισσότερες φορές εσύ εκεί ανάμεσα τους, να κοιτάς το μαραμπού του Καββαδία και να σιγοτραγουδάς..., και έτσι καθώς επίμονα και εκείνο με κοιτά, νομίζω πως στη μοναξιά και στη βλακεία του μοιάζω.

Τρίτη 29 Απριλίου 2014

Βιώνοντας


Όταν ξεγέλασες το θάνατο ήσουνα νέος και ήταν καλοκαίρι. Η λάμψη του φεγγαριού, χλωμή ακόμα, σε γέμισε χωρίς να το έχεις επιλέξει με πόθο από εκείνον που κουβαλά την ελπίδα. Ήσουν στη θάλασσα και απερίσκεπτα βούτηξες στο κενό, ίσως στο μοναδικό κενό που δεν μπορούσε να σε συγκρατήσει.
Οι συνέπειες λίγες κυρίως στην υπερηφάνεια σου. Όμως αν και λίγες αρκετά σημαντικές, διότι από τούτη τη συγκεκριμένη μικρή στιγμή απέκτησες το μεγάλο δώρο να ξεχνάς.
Δεν το ήθελες, το μυαλό σου σε πίεζε έκτοτε κάθε φορά που περνούσες το όριο και ξεκινούσες να βαδίζεις στην πλευρά του αρνητισμού. Σαν να κατέβαινε ένας διακόπτης και σε πισωγύριζε εκεί που ακόμα τα πάντα ήταν ανατρέψιμα.
Στην αρχή απελπίστηκες, το ξέρω. Όλοι θέλουν να νιώσουν την ευχαρίστηση της απονομής της δικαιοσύνης και εσύ δυστυχώς πλέον κάθε φορά που πήγαινες να την νιώσεις έστω μέσα από τις υποθέσεις που το μυαλό και κυρίως η ανάγκη σου βάφτιζε δεδομένα, εκείνη ακριβώς τη στιγμή γυρνούσες πίσω νιώθοντας μια δύναμη να σε τραβά με ορμή ξανά στο σημείο που παίρνονται οι αποφάσεις.
Με τον καιρό το συνήθισες και έπαψε να σε ενοχλεί, ώσπου κάποια στιγμή σταμάτησες και να το βιώνεις. Όχι γιατί σταμάτησε το μυαλό σου να οπισθοχωρεί αλλά πολύ απλά διότι είχες πλέον καταλάβει. Η κρίση είναι εύκολη, η κατανόηση όμως όχι. Χρειάζεται υπομονή και γερό στομάχι για να μπορέσεις να μείνεις ανεπηρέαστος από τις φωνές που η κάθε συνείδηση προτάσσει σαν το τελευταίο χαρτί σε μια παρτίδα που όλοι οι υπόλοιποι βλέπουν ήδη ότι έχει χαθεί.
Έτσι ήσουν και εσύ, μπορείς ακόμα κάποια βράδια να δεις τον εαυτό σου να ντύνεται κατήγορος και να απαγγέλλει κατηγορίες με τόση μεγαλοπρέπεια και σοβαρότητα που σχεδόν σε κάνει να βάζεις τα γέλια, κρύβοντας έτσι την ντροπή σου για μια τόσο άχαρη και απαίδευτη συμπεριφορά.
Τα πάντα βασίζονται στην αιτιολόγηση και η δική σου ήταν απλά η αποδοχή των άλλων. Ένα οικοδόμημα απόψεων στηριγμένο σε μια κατάσταση τόσο μάταιη και ανυπόστατη που κινδύνευε να διαλυθεί με κάθε αναστεναγμό. Όμως ποτέ δεν διαλύθηκε. Το μυστικό κοινό στους κατέχοντες και απλό στην εφαρμογή.
Ψευδαίσθηση το ονομάζουν οι τολμηροί εκείνοι νέοι που ευελπιστούν να γράψουν το όνομα τους μια μέρα δίπλα σε εκείνα των μεγάλων ποιητών, βάζοντας έτσι τους εαυτούς τους σε έναν εσώτερο κύκλο σπουδαιότητας και αξίας.
Χειραγώγηση το λένε οι άλλοι. Εκείνοι που νομίζουν ότι βλέπουν πιο σωστά, πιο αντικειμενικά. Άσχετα αν οι ίδιοι απλά πιστεύοντας το γίνονται το θεμέλιο της ίδιας της ύπαρξης της θεωρίας τούτης. Τα ονόματα μπορεί να αλλάζουν, όμως εκείνο το χτύπημα σε έκανε ικανό να μπορείς να κατανοήσεις πλέον και να ξέρεις ότι όλο αυτό το θεατρικό δεν είναι τίποτα παραπέρα από ένα μεγάλο θέατρο σκιών χωρίς σενάριο και δυστυχώς χωρίς κανένα σκοπό.
Οι κοινωνίες μας βασίζονται στο φόβο, είχες ακούσει κάποτε να λένε σε μια παρέα συζητώντας και θυμάσαι ακόμα τον εαυτό σου να ωθείται προς τα εκεί μαγνητισμένος.
Τα πάντα βασίζονται στο φόβο. Μια φράση που έσκασε σαν βόμβα μέσα στο τότε νεανικό μυαλό σου και αναστάτωσε τα πάντα.
Η παρέα ήταν ολιγάριθμη και η συζήτηση έντονη.
Όχι ! Τα πάντα βασίζονται στην αμοιβαιότητα, είχε αντιτάξει με ορμή κάποιος άλλος. Κυνηγούμε σε ομάδες και μοιραζόμαστε αγαθά που χώρια δεν θα μπορούσαμε να έχουμε τη δυνατότητα να αποκτήσουμε.
Ο τόνος μετέφερε τη σιγουριά τω σκέψεων τούτων και αυτός ο τόνος ήταν που σε ξενύχτησε βράδια ολάκερα προσπαθώντας να τον καταλάβεις. Που υπάρχει αυτή η σιγουριά είχες αναρωτηθεί, δυστυχώς χωρίς να μπορείς να δώσεις κάποια απάντηση. Πως γίνεται να είμαστε σίγουροι για πράγματα και καταστάσεις έξω από εμάς τη στιγμή που απλά υποθέτουμε το είναι μας..
Ήσουν όμως νέος και ο φόβος δεν σε έλκυε τόσο όσο η αμοιβαιότητα που μπορούσε εύκολα να αντανακλάται στα μάτια της κάθε φορά που κοιτούσε αυτό το είναι που δειλά πρότασσες σαν ασπίδα, ονοματίζοντας το εγώ.
Όμως ακόμα και τότε, τις στιγμές που το μυαλό σου γέμιζε από τούτη τη χαρά της αποδοχή, ακόμα και τότε θυμάσαι τον εαυτό σου να παραμένεις επιρρεπής σε κάθε είδους αρνητισμό, με ή χωρίς αιτιολογία.
Εκείνη χάθηκε και ενώ αρχικά η απώλεια τούτη υπήρξε αβάσταχτη, σταδιακά σαν την άμμο της θάλασσας που καταλαγιάζοντας αφήνει τα νερά ήρεμα και καθαρά, συνειδητοποίησες ότι το μεγαλύτερο προτέρημα είναι ότι τα αφήνει ανανεωμένα. Με την δυνατότητα να μπορούν να αναβλύσουν ένα καινούργιο άρωμα και έτσι να ελκύσουν εκ νέου μέσα από τις ενέργειες τους την ίδια την έξαψη που η ζωή δημιουργεί, εξελίσσοντας αέναα τον ρυθμό της ίδιας της της ύπαρξης.
Έτσι ξύπνησες πιο συνειδητοποιημένος και έτσι πιο μόνος και πιο προβληματισμένος και πιο ντροπιασμένος και πιο εξιλεωμένος και στο τέλος πιο ήρεμος...
Οι ψευδαισθήσεις υπάρχουν πάντα ακριβώς για όσο πιστεύουμε σε αυτές. Τη στιγμή που το μυαλό μας ζορίζεται να δει τους αντιπάλους αλλά δυστυχώς εκεί δεν στέκει τίποτα άλλο παρά ανεμόμυλοι, τότε ξέρεις ότι ήρθε η ώρα να προχωρήσεις.
Όμως το προς τα που παραμένει ακόμα γρίφος, για όσο άλλωστε θα συνεχίσεις να πιστεύεις σε γρίφους.
Και από τότε που ξεγέλασες το θάνατο πέρασαν χρόνια και έπαψε να είναι καλοκαίρι. Τα περισσότερα δεδομένα του μυαλού σου μετονομάστηκαν σε αναμνήσεις και εκείνη χάθηκε ακόμα και από αυτές, αφήνοντας σε ολότελα μόνο και έτσι απόλυτα ελεύθερο.
Φόβος από τη μια και αμοιβαιότητα από την άλλη. Μια διαμάχη που είχε παραμείνει μέσα σου ως εξαίρεση να σε παιδεύει.
Χρειάστηκαν μερικά λεπτά για να το δεις και πόσο ειρωνικό είναι τελικά ότι αυτό που χρειαζόσουν ήταν όχι το μυαλό σου αλλά η καρδιά.
Μια έντονη δυσφορία, μια ζαλάδα και όλα έγιναν πιο ανάλαφρα, πιο καθαρά και πιο ξεκάθαρα, αφήνοντας σε να αιωρείσαι στο τίποτα μυρίζοντας για πρώτη φορά το πραγματικό άρωμα της ελευθερίας.
Δεν είναι ο φόβος που κρατάει τους ανθρώπους ενωμένους, μήτε η αμοιβαιότητα. Έφτασες σχεδόν στην αρχή για να το κατανοήσεις.
Η ανάγκη είναι αυτή που μας δένει και τώρα το ένιωθες. Τώρα που είχαν γίνει πλέον όλα ξεκάθαρα και τετελεσμένα.
Η ανάγκη να μπορούμε να καθρεφτίζουμε κάπου, οπουδήποτε αυτό που νιώθουμε ως εαυτό και έτσι να πειστούμε ότι υπάρχουμε. Ότι δεν είναι ψέμα και ότι κανείς δεν μας ξεγέλασε, αφήνοντας μας να νομίζουμε ότι υπάρχουμε. Τον θάνατο, ακριβώς εκείνη τη στιγμή, κατανόησες ότι μπορούμε να τον ξεγελάσουμε για όσο εκείνος μας το επιτρέπει, έως ότου αναπάντεχα μια μέρα χτυπήσει την πόρτα που ποτέ δεν πιστεύαμε ότι θα βρει και μας καλέσει να γράψουμε τον επίλογο που μόνο οι μυημένοι και οι τρελοί πάντα θα έχουν τη δύναμη και τη γνώση να κατανοούν ότι είναι πρόλογος.
Έτσι λίγο πριν φύγεις δεν σκέφτηκες καν το τι και το πως. Οι λέξεις ζωντάνεψαν σχεδόν μόνες τους αφήνοντας σου ένα χαμόγελο ικανοποίησης από εκείνα που τα άγουρα εκείνα αγόρια, που  τελικά καταφέρνουν να διεισδύσουν σε εκείνο τον κύκλο με τους ποιητές, ονομάζουν μεγαλοπρεπή θάνατο.
Και τι ειρωνεία τούτα τα λόγια να αποτυπωθούν στον πάτο εκείνης της θάλασσας που κάποτε σε βοήθησε να ξεγελάσεις τη μοίρα και έτσι θαμμένα κάτω από την άμμο της γνώσης να παραμείνουν αθέατα σε όσους δεν έχουν την ικανότητα να τα δουν. Για όσο θα πιστεύουν στη γνώση και για όσο η σιγουριά θα τους θολώνει τη ματιά.
Στροβιλιζόμενες δυνάμεις στο μυαλό ενός αδαούς, που απερίσκεπτα ξεκαπάκωσε τον ασκό του Αιόλου και τώρα ταλαντεύεται πότε στις επιθυμίες και πότε στα ξόρκια. Μαγγανείες του μυαλού σε τούτη την ύστατη στιγμή απελπισίας και λύτρωσης...

Δευτέρα 31 Μαρτίου 2014

Γυρίζω τις πλάτες μου στο μέλλον



Το άκουσες σαν προτροπή και αποφάσισες να το προσπεράσεις. Ήταν νωρίς και στο μυαλό σου τα σχέδια εναλλάσσονταν με την συνηθισμένη ταχύτητα που επιλέγει κάθε άνθρωπος που ζει χωρίς υπομονή. Μια ταχύτητα περίεργη που κουβαλούσε έναν παραλογισμό που δυστυχώς δεν μπορούσες να αντιληφθείς. Την ένιωθες τόσο εναρμονισμένη με την φυσιολογική ροή που το μυαλό σου σε ώθησε να την δεχτείς ως τέτοια.
Κυκλοφόρησες σε διαφορετικές οπτικές, πλευρές, στέκια και απόψεις και ήταν πια ξημερώματα όταν έφτασες στην εξώπορτα. Όσο και αν προσπάθησες παρέμεινε πεισματικά κλειδωμένη και αφιλόξενη. Σε παραξένεψε και όσο η ώρα περνούσε σε εξόργισε και η οργή σου σε ώθησε να ξεκινήσεις να χτυπάς αρχικά με τις παλάμες σου και εν συνεχεία με τις γροθιές σου και με όση δύναμη είχες.
Η μέρα είχε για ακόμα μια φορά νικήσει και εκείνη η πρώτη ακτίδα που ο Ήλιος έριξε επάνω σου ήταν ακριβώς ότι χρειαζόσουν για να επανέλθεις στην πραγματικότητα.
Την ένιωσες στο πρόσωπο σου για μερικές στιγμές και έπειτα εξακολούθησες να την παρατηρείς να κινείται προς τα δεξιά σου φωτίζοντας απρόσμενα μια μικρή πόρτα που δεν είχες προσέξει ποτέ στο παρελθόν.
Το ένστικτο σου σε ώθησε να πας προς τα εκεί και η περιέργεια σου, έμεινε δίπλα σου να χαμογελά χαιρέκακα. Ήταν η μόνη από τους δύο σας που γνώριζε ότι τέτοιου είδους επιλογές επιφέρουν αλλαγές και κάποιες τέτοιες ώρες δεν είναι και ότι πιο φρόνιμο.
Άνοιξες την μικρή ξύλινη πόρτα και για λίγο σάστισες. Ο διάδρομος που απλωνόταν μπροστά σου, φαινόταν τόσο απόκοσμος και αφιλόξενος και συνάμα τόσο γνώριμος και λογικός.
Ήταν μερικά βήματα πριν φτάσεις στην άκρη του, όταν άκουσες κάποιον να τραγουδά. Η φωνή αν και παιδική ήταν ζεστή και όμορφη. Εξέπεμπε όλη εκείνη την αφέλεια και την αθωότητα που η ζωή κρατά καλά φυλακισμένη στις ψυχές που διευθύνουν και ελέγχουν τα άγουρα παιδικά κορμιά, έως ότου πλανηθούν από το φίδι και ανταλλάξουν τούτο τον παράδεισο με την εμπειρία και την γνώση που μέσα από αυτήν και μόνο μπορούν να γεμίσουν τις αποθήκες του μυαλού τους.
Ο διάδρομος τελείωσε και σε ίδια σου η ταχύτητα σε έσπρωξε να προχωρήσεις στρίβοντας προς τα αριστερά, σε ένα μικρό στρογγυλό δωμάτιο. Αμέσως μόλις μπήκες η πόρτα έκλεισε πίσω σου με θόρυβο και εκείνη ακριβώς τη στιγμή η εκτυφλωτική λάμψη που χιλιάδες μικρές οθόνες δημιούργησαν, καθώς ζωντάνεψαν όλες μαζί, σε έκαναν να πισωπατήσεις και αυθόρμητα να καλύψεις τα μάτια σου με τις παλάμες σου.
Μόλις τα άνοιξες σάστισες. Χιλιάδες μάτια καθρέφτιζαν τούτο το αδιέξοδο που ένιωθες να έχει φέρει η αντίληψη σου και να το έχει τοποθετήσει απέναντι σου σαν εμπόδιο. Χιλιάδες μάτια που κοιτώντας τα καλύτερα κατάφερες να τα ομαδοποιήσεις και να τα χωρέσεις τελικά σε ένα και μόνο ζευγάρι που περίεργος πως, ομοίαζε φοβερά με τα δικά σου. Όχι για κανένα άλλο λόγο παρά μόνο διότι ήταν τα δικά σου!
Πήγες κοντά και τα παρατήρησες. Ήταν κουρασμένα, τόσο από την μέρα όσο και από τη ζωή. Κοίταξες μέσα τους και ακριβώς εκείνη τη στιγμή η εικόνα άλλαξε και μπόρεσες να οπτικοποιήσεις την παιδική φωνή που εξακολουθούσε να υπάρχει στο βάθος.
Ήταν τα χρόνια της εφηβείας, εκείνης της μοναδικής περιόδου στην οποία ο άνθρωπος γνωρίζει τα πάντα και η αφορμή ήταν μια σχολική γιορτή. Μια υπερυψωμένη σκηνή να διαχωρίζει ένα τσούρμο παιδιά από τους υπόλοιπους παρευρισκόμενους και ένα μεγάλο διαχωριστικό ανάμεσα τους, από εκείνα που το εγώ της πρώτης νιότης επιβάλλει να περιφρουρούμε.
Ένα μικρόφωνο και από εκεί μέχρι τα ηχεία μόνο ηλεκτρισμός. Τόσο στο καλώδιο, όσο και στη φωνή.
Γυρίζω τις πλάτες μου στο μέλλον. Το έλεγες όμως δεν το εννοούσες. Πώς θα μπορούσες άλλωστε να αποκλείσεις το είναι σου από όλες εκείνες τις στιγμές που η ζωή σου ετοίμαζε, με ή χωρίς τη δική σου συγκατάθεση.
Όμως το έλεγες και κοιτώντας αυτόν τον πρώιμο εαυτό σου μέσα από μια οθόνη να τραγουδά την αυθάδεια του, κάπως ένιωσες ντροπή. Θα ήθελες να έχεις τη δυνατότητα να σου μιλήσεις και να σε προειδοποιήσεις για αυτά τα δεσμά της απειρίας που δεν σε άφηναν να δεις την πραγματική φύση των ανθρώπων και των καταστάσεων γύρω σου.
Ένα πικρό χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο σου και η παλάμη σου ακούμπησε στοργικά την κρύα γυάλινη επιφάνεια στο σημείο που βρισκόταν το μάγουλο σου.
Έκατσες στο πάτωμα και έφερες στο μυαλό σου όλη εκείνη την περίοδο. Όνειρα, προσδοκίες και αγωνίες για πράγματα που αυτή τη στιγμή όσο και να το πάλευες δεν μπορούσες να ανακαλέσεις με τίποτα. Και όμως θυμόσουν ότι τότε ήταν τόσο σημαντικά που κάποια βράδια σε κρατούσαν ξάγρυπνο κοιτώντας επίμονα το ταβάνι, προσπαθώντας να βρεις τη λύση τους.
Πόσο περίεργο το ένιωσες τούτο το συναίσθημα του κενού που χωρίς καμία αιδώ είχε καλύψει ένα τόσο μεγάλο κομμάτι του χθες.
Ακριβώς τη στιγμή που τούτο το συναίσθημα επικυρώθηκε, ακριβώς εκείνη τη στιγμή κατάλαβες πόσο σκλαβωμένος υπήρξες τότε, ζώντας σε μια συναισθηματική φυλακή μόνο και μόνο από την άγνοια που περιβάλλει την νιότη.
Τώρα όμως γνώριζες, είχες νικήσει και αυτή η ανεπάρκεια είχε λυγίσει κάτω από το βάρος της εμπειρίας.
Το σκέφτηκες για λίγο και το πικρό σου χαμόγελο νικήθηκε και εξαφανίστηκε, δίνοντας τη θέση του σε ένα μεγάλο φωτεινό χαμόγελο που το είναι σου αυθόρμητα κρέμασε στο πρόσωπο σου.
Η εικόνα άλλαξε όμως τα μάτια παρέμειναν ίδια, αν και τώρα ήταν γεμάτα στάλες, εξωτερικεύοντας μια βροχή που ορμητικά είχε καλύψει τις αντοχές σου. Δεν θα αγαπήσω ποτέ ξανά. Οι τελευταίες αυτές λέξεις ακούστηκαν ξανά και ξανά και εσύ αυθόρμητα σκέπασες το στόμα σου. Ντράπηκες με τούτα τα λόγια που τόσο μεγαλεπίβολα και άνετα μπορούσες να εκφράσεις σε αυτή την πρώτη σου ήττα, στην αιώνια μάχη με τον έρωτα και την ανάγκη. Περισσότερο όμως ντράπηκες όταν θυμήθηκες ότι τότε αυτά τα λόγια τα πίστευες. Λόγια που σε έδεναν στο μυαλό σου με πρόσωπα και καταστάσεις που σήμερα πλέον έχεις τόσο πολύ εξιδανικεύσει και αλλοιώσει μέσα στις αποθήκες της μνήμης σου, ώστε δυστυχώς να μην μπορείς να πεις με σιγουριά σε ποια ή ποιούς αναφέρονταν.
Πόσο όμορφα είναι τελικά τα νιάτα σκέφτηκες, μέσα σε τούτη την άγνοια που μας επιβάλλουν να ζούμε.
Οι οθόνες άλλαξαν και επανήλθαν στο τώρα, αναμεταδίδοντας την εικόνα ενός ενήλικα εαυτού σου, κουρασμένου και χωρίς πολύ ενέργεια για περαιτέρω σκέψη. Έκλεισες τα μάτια και λίγο πριν σε πάρει ο ύπνος, καθισμένος εκεί στο κέντρο του δωματίου, αυθόρμητα ψιθύρισες δύο λόγια απελευθερώνοντας τον αέρα που από ώρα δέσμευε τα πνευμόνια και τις σκέψεις σου.
Ευτυχώς τώρα ξέρω, είμαι ελεύθερος και το γνωρίζω.
Ακριβώς εκείνη τη στιγμή μια παλάμη σου έκλεισε το στόμα, χωρίς όμως να μπορέσεις να την νιώσεις, διότι ήταν υπαρκτή μόνο στην άλλη πλευρά της οθόνης. Σε ένα κόσμο διαφορετικό, στον οποίο πάλι ξεφυσούσες αποκαμωμένος με την εικόνα ενός ακόμα παραπλανημένου εαυτού σου.
Υπάρχει πάντα μια σπηλιά και ζούμε στις σκιές της και όταν η ζωή μας δώσει το σκούντημα που απαιτείται και κοιτάξουμε προς τα πίσω, τότε απελευθερωνόμαστε. Είναι παλιά ιστορία όσο άλλωστε και ο Πλάτωνας.
Αυτό όμως που δυστυχώς κανείς δεν μας είπε αδελφέ είναι ότι η σπηλιά δεν είναι μια και οι σκιές υπάρχουν όσο και για όσο έχουμε την ανάγκη να τις πιστεύουμε και να προσδιοριζόμαστε μέσα από την έστω ημιτελή ύπαρξη τους.
Έτσι δυστυχώς λοιπόν παραπλανημένος αποκοιμήθηκες και μερικές στιγμές αργότερα ήταν εκείνα τα λόγια που νωρίς σου είχαν ηχήσει περίεργα σαν προτροπή, τα οποία είχαν τη δύναμη να σε πάνε πίσω, έξω από το τούνελ, έξω και πίσω από μια ακόμα ανούσια βραδιά, πίσω σε σένα και στον καθρέφτη σου, κάποιες ώρες νωρίτερα που ο εαυτός σου σε παρακαλούσε έστω για μια νύχτα να μείνεις μαζί του. Το άκουσες και το προσπέρασες. Εκείνος το εξέλαβε ως αδιαλλαξία, εσύ ως φόβο. Ήξερες πλέον καλά ότι κάθε σπηλιά που χάνουμε κάτω από το βάρος της γνώσης μας φέρνει απλά ένα βήμα πιο κοντά σε κάποιο μεγαλύτερο επιχείρημα για κάτι αντικειμενικό και έτσι μας αφήνει περισσότερο παραπλανημένους και δούλους, τόσο των συναισθημάτων μας όσο και των αναγκών που απορρέουν από κάθε καινούργια πραγματικότητα που αποδεχόμαστε ως αληθινή.
Θα παρέμενες λοιπόν εκεί, έξω από την πόρτα, να χτυπάς περιμένοντας κάποιον να σου ανοίξει, έστω και αν μέσα σου γνώριζες ότι δεν υπήρχε κανείς και το μόνο που χρειαζόσουν ήταν απλά να τραβήξεις την πόρτα προς το μέρος σου.
Οι οθόνες στο δωμάτιο έκλεισαν και έτσι καλύφθηκε από σκοτάδι, αφήνοντας την πεποίθηση του μυαλού σου ότι είναι ελεύθερο, να προσπαθεί να βρει την έξοδο από ένα δωμάτιο που ποτέ δεν διέθετε κάποια. Μόνο ανάγκες και μεγάλα λόγια που στην καλύτερη περίπτωση απλά σε έκαναν να πείθεις τον εαυτό σου ότι η πόρτα που κάποια  κιμωλία είχε δημιουργήσει ήταν σε κάποιο βαθμό πραγματική.
Μεγάλα λόγια και μεγάλες αποφάσεις, πίσω από ψεύτικες διαφυγές της θεωρίας.
Γυρίζω τις πλάτες μου στο μέλλον...

Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2014

Προαιώνιοι εχθροί


Τελευταίο βαγόνι, λίγο πριν τα μεσάνυχτα, σε μία ακόμα ατελείωτη μέρα που άφησες τον εαυτό σου, δυστυχώς και σήμερα χωρίς καμία προφύλαξη, να στέκει ανάμεσα σε δυο προαιώνιους εχθρούς. Ο πόλεμος τους πάντα σε μπέρδευε  και σε εξασθενούσε τόσο, που συντονισμένη με την κίνηση αυτού του τραίνου, καθισμένη στο τελευταίο και αρκετά βρώμικο βαγόνι του, ήσουν έτοιμη να παραδωθείς σε τούτη την κούραση και με τα μάτια κλειστά έστω και για λίγο να ταξιδέψεις σε άλλα σημεία περισσότερο όμορφα και σίγουρα πιο καθαρά. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή που τα βλέφαρα σου αντάμωσαν, ξαφνικά και απρόσμενα, ο ήχος μιας κιθάρας σε τράβηξε βίαια πίσω και μέσα από τις κόχες των ματιών σου σε ώθησε να γίνεις ξανά παρόν και ακολουθώντας αυτόν τον ήχο ενστικτωδώς, να φτάσεις μέχρι την άλλη άκρη του βαγονιού και κατευθείαν στα δικά της μάτια.
Η μουσική της με έναν περίεργο τρόπο σε έκανε να νιώσεις ξανά ποθητή. Ένα συναίσθημα τόσο ξεχασμένο και ταυτόχρονα τόσο προκλητικό. Δεν το πολύ σκέφτηκες και συνεχίζοντας να λειτουργείς με το ένστικτο, αφέθηκες σε τούτη την πρωτόγνωρη εμπειρία που η ζωή σε προόριζε να αποκτήσεις. Πήγες κοντά και κάθισες ακριβώς στο απέναντι κάθισμα. Το βλέμμα της, ακολουθώντας την τροχιά σου, είχε πλέον κεντράρει στο δικό σου και η ηδονή που σε ώθησε να νιώσεις, εκεί ανάμεσα στα πόδια σου, σε τρομοκράτησε. Πήγες να δικαιολογηθείς, ψελλίζοντας μερικά μισόλογα, όμως ο ήχος της κιθάρας δυνάμωσε και σε κάλυψε. Και ήταν ακριβώς εκείνη η στιγμή που ξεκίνησε να τραγουδά, που ένιωσες ένα ρίγος στη σπονδυλική σου στήλη και απλά η φωνή της σε καθήλωσε.
Η γλώσσα άγνωστη και μπερδεμένη, μέσα από τον τρόπο που μπορούσες να την προσλάβεις και να την κατανοήσεις. Δεν ήξερες για τι μιλούσε. Όμως ενστικτωδώς νόμισες  ότι είναι μια ακόμα ωδή προς το μεγαλύτερο δυνάστη της καρδιάς και των αντοχών μας, τον ίδιο τον έρωτα.
Η στάση του σώματος, το βλέμμα της, η κίνηση των χεριών της πάνω στις χορδές. Όλα μαρτυρούσαν ένα συναίσθημα το οποίο δεν ήταν εύκολο να εξηγηθεί με λόγια. Σίγουρα όμως είχε πάθος και ορμή και σίγουρα σε έκανε να νιώθεις μια διαφορετική ηδονή, που αντίθετα με ο,τι όριζε το μυαλό και η λογική σου, σε είχε κατακλύσει απόλυτα, πλημμυρίζοντας με μια ξαφνική και τόσο αναπάντεχη βροχή τις πύλες του δικού σου είναι.
Δύο ακόμα στάσεις, δύο μικρές διακοπές στη ροή της κίνησης του τρένου, οι οποίες δεν μπόρεσαν να αλλάξουν κάτι σε τούτη την κατάσταση και τότε πήρε μερικές στιγμές ώστε τα δάχτυλα να επιβραδύνουν την δική τους κίνηση πάνω στην κιθάρα και να σταματήσουν, βυθίζοντας σας προς στιγμήν σε μια επικίνδυνη σιωπή. Το τραγούδι της σε είχε μαγέψει και έτσι αυτή η αλλαγή μπόρεσε να σε επαναφέρει στο τώρα. Το μυαλό σου ξεκίνησε αυτόματα να ψάχνει για αναχώματα, όμως πλέον το κορμί σου καιγόταν, μέσα σε έναν πρωτόγνωρο και μανιασμένο πυρετό.
Ασυναίσθητα άγγιξες το λαιμό σου και εκείνη απλά σου χαμογέλασε. Σου έκανε νόημα να κοιτάξεις αριστερά, έξω από το παράθυρο. Υπάκουσες και έτσι έμεινες να κοιτάς ένα ακόμα σταθμό να απομακρύνεται. Όταν η απόσταση είχε πλέον μεγαλώσει τόσο, ώστε να μην μπορείς πλέον να διακρίνεις λεπτομέρειες, μόνο τότε συνειδητοποίησες ότι αυτός ήταν ο δικός σου σταθμός. Έπρεπε να κατέβεις, ήταν υποχρέωση σου να κατέβεις. 'Όμως εσύ πλανήθηκες και έτσι η ευκαιρία χάθηκε. Το μυαλό σου σε ώθησε να κατευθυνθείς προς εκείνο το γνώριμο και αρκετά ασφαλές και απλοϊκό μονοπάτι της απελπισίας. Και τώρα, διερωτήθηκες αφήνοντας το συναίσθημα να ενεργήσει.
Και τώρα ζήσε, άκουσες τη φωνή της να σου απαντά ήρεμα και στοργικά. Τα χείλη της όμως παρέμειναν ασάλευτα και εσύ απελπίστηκες περισσότερο. Το μυαλό σου, μικρό και απαίδευτο, αδυνατούσε να υπάρξει σε τούτη την παράσταση που εξελισσόταν μπροστά στα μάτια σου.
Η κιθάρα ξεκουράστηκε στην διπλανή θέση και εσύ το μόνο που είδες ήταν το πρόσωπο της να πλησιάζει. Έκλεισες τα μάτια σου από φόβο, και βίωσες την πιο αληθινή εμπειρία της μέχρι τώρα ζωής σου. Φόβο για την αντιμετώπιση αυτής της διαφορετικής κατάστασης. Όμως στο αποτέλεσμα κατανόησες ότι δεν ήταν φόβος αλλά γνήσιος πόθος.
Σε είχε αποπλανήσει από την πρώτη στιγμή και αυτό το φιλί ήταν οι τίτλοι τέλους. Σαν τα πάντα να λειτουργούσαν ανέκαθεν για αυτή και μόνο τη στιγμή.
Όταν μερικές στιγμές αργότερα άνοιξες τα μάτια σου, πάγωσες. Η δροσιά του φιλιού ξεκουραζόταν ακόμα πάνω στα χείλη σου, νιώθοντας να διατηρεί αμείωτη όλη του τη φρεσκάδα. Το ένιωθες σε όλη του την ένταση και μπορούσες να ορκιστείς για αυτό. Όμως εκείνη είχε χαθεί. Με έναν περίεργο τρόπο είχε εξαφανιστεί μαζί με τα υπάρχοντα της και εσύ τώρα έστεκες αποπλανημένη και δυστυχώς παραπλανημένη μέσα στα περίεργα μονοπάτια του μυαλού σου.
Πήρες μια βαθιά ανάσα και ξεφυσώντας πίεσες με τις παλάμες σου τους μηρούς σου. Η σπονδυλική σου στήλη ένιωσες να ισιώνει και ασυναίσθητα ύψωσες το βλέμμα σου. Ο ξάστερος νυχτερινός ουρανός, μέσα από το μαύρο χρώμα που είχε ντυθεί, σε έφερε σε ένα αδιέξοδο και πριν προλάβεις να διαμαρτυρηθείς για ένα ακόμα χωροχρονικό τέλμα, χαμήλωσες τα μάτια σου και το συναίσθημα αυτό μετατράπηκε σε φόβο.
Ο σταθμός είχε εξαφανιστεί, το τρένο είχε εξαφανιστεί και εσύ καθόσουν σε μια ξύλινη, άβολη καρέκλα ενός καφέ, στον τρίτο όροφο ενός βιβλιοπωλείου. Από την μεγάλη τζαμαρία ακριβώς αριστερά σου, μπορούσες να δεις στο έδαφος πλήθος κόσμου να περιμένει σχεδόν χωρίς να σαλεύει, σε ουρές που κατέληγαν στην πόρτα ενός λεωφορείου. Στα δεξιά σου, μεγάλες ξύλινες παλιές βιβλιοθήκες σε παράταξη, η οποία εκτεινόταν μέχρι εκεί που έφτανε η ματιά σου. Βιβλιοθήκες γεμάτες βιβλία διαφόρων μεγεθών και κατηγοριών.
Που πάει αυτό το λεωφορείο, ρώτησες το διπλανό σου που ήταν απόλυτα απορροφημένος με αυτά που έγραφε. Έπρεπε να επαναλάβεις για να πάρεις απάντηση και σίγουρα μπερδεύτηκες περισσότερο.
Ο τόνος του κουβαλούσε μια μικρή δόση περιφρόνησης, σαν να ρώτησες κάτι που όφειλες ήδη να γνωρίζεις, και ναι η απάντηση του σε ώθησε να θυμηθείς ότι την γνώριζες. Ένα σύννεφο κάλυπτε τα πάντα και μέσα σε μια στιγμή διαλύθηκε, αφήνοντας σε να κοιτάς τα δεδομένα του μυαλού σου για τα οποία μέχρι τώρα θα ορκιζόσουν ότι είχες άγνοια.
Η έξαψη του κορμιού σου είχε κοπάσει και σταδιακά είχε μεταφέρει την ένταση της στο μυαλό σου.
Θυμήθηκες ακριβώς όλη τη διαδικασία με κάθε λεπτομέρεια. Έπρεπε να γράψεις τις αναμνήσεις σου, γεμίζοντας ένα βιβλίο που θα έμενε για πάντα εκεί σε κάποιο ράφι και έτσι με άδειο το μυαλό να κατέβεις στο ισόγειο και να περιμένεις υπομονετικά να πας στην αφετηρία. Ένα ακόμα ταξίδι, ένας ακόμα κύκλος.
Έπιασες το στυλό στα χέρια σου και τη στιγμή που το ακούμπησες στο χαρτί, έμεινες μετέωρη, προσπαθώντας να θυμηθείς όλα αυτά που άξιζε να αναφέρεις. Προσπάθησες αρκετά και για πολύ ώρα, όμως το μόνο αληθινό, ουσιαστικό και άξιο καταγραφής συναίσθημα ήταν εκείνο που βίωσες λίγες στιγμές νωρίτερα, σε εκείνη την μικρή σου συνάντηση με την επιθυμία.
Ανάμεσα σε δύο προαιώνιους εχθρούς και τώρα. Τα θέλω από τη μια και τα πρέπει από την άλλη να αντιπαραβάλλουν τις δυνάμεις και τις αντοχές τους.
Αρχικά ένιωσες ότι μεταξύ τους υπήρχε αξιοπρέπεια. Αυτή ακριβώς που γεννιέται από την ισοτιμία όταν δύο καταστάσεις είναι ίσες και με την ίδια δύναμη.
Όμως καθισμένη εκεί σε μια άβολη θέση, χωρίς την παρουσία του χρόνου, βρήκες την ευκαιρία και ταξίδεψες νοητά σε όλες εκείνες τις μάχες, ξεκινώντας από την αρχή και τελικά δεν μπόρεσες να μην παραδεχθείς ότι έσφαλες. Δεν υπήρξε ποτέ ισορροπία. Τα πρέπει έγερναν υπερβολικά άνισα από τη μια, αφήνοντας ελάχιστα θέλω να στέκονται στον αντίποδα.
Ξεκίνησες λοιπόν να γράφεις, γεμάτη ντροπή για αυτή τη συνειδητοποίηση. Έζησα μια γεμάτη ζωή από πρέπει, στα οποία αντεπεξήλθα επάξια, υπακούοντας σαν σωστός πιστός ή στρατιώτης.Όμως τα θέλω, μου διέφυγαν δυστυχώς. 
Το υπόγραψες και το παρέδωσες εξακολουθώντας να διακατέχεσαι από ντροπή, για όλα αυτά που όριζαν το σύνολο της ζωής σου και δυστυχώς δεν ξεπερνούσαν την μια πρόταση.
Κατέβηκες στο δρόμο και άχρονα παρέμεινες να σκέφτεσαι όλη αυτή τη ζωή που σπατάλησες σε τόσα ανούσια πρέπει. Αν ήξερες θα έκανες διαφορετικές επιλογές. Αυτό είπες στον εαυτό σου για να γλυκάνεις τούτη την αδιέξοδη ντροπή για την ασέβεια που έδειξες προς την ίδια τη ζωή.
Όταν έφτασε η ώρα της επιβίβασης και πέρασες την πόρτα του λεωφορείου που θα σε οδηγούσε στην αφετηρία, τα πάντα σκοτείνιασαν και μια περίεργη υγρασία πλημμύρισε όλη σου την ύπαρξη. Την επόμενη στιγμή βρισκόσουν τυφλή και γυμνή σε ένα νέο περιβάλλον το οποίο δεν μπορούσες να προσδιορίσεις ακριβώς ούτε που βρισκόταν, ούτε τι ήταν. Ο πανικός σε ώθησε να αντιδράσεις σε αυτή την καινούργια κατάσταση του είναι σου μέσα από ένα κλάμα που περίεργα σου ακουγόταν περισσότερο μπάσο από όσο θα μπορούσες να θυμηθείς τη χροιά της φωνής σου.
Το κλάμα σου κάλυψε μια μεγάλη περίοδο ντροπής και απραξίας, με την κάθε ανάμνηση να σβήνεται κάτω από τις υγρές στάλες που κατέκλυσαν την ψυχή σου.
Μια προς μια, στιγμή προς στιγμή, μια ολόκληρη ζωή χάθηκε κάτω από την επιφάνεια μιας θάλασσας που εσύ η ίδια δημιούργησες πόντο πόντο.
Μια κουβέρτα τύλιξε το κορμί σου και αυτή η ζεστασιά που σου πρόσφερε, σε έκανε λίγο να ηρεμήσεις.
Μια στιγμή χρειάστηκε πριν χαθούν τα πάντα. Μια στιγμή πλημμυρισμένη από τον ήχο μιας κιθάρας και μια φωνή να τραγουδά σε μια γλώσσα που πλέον αναγνώριζες.
Ψάξε για τα θέλω σου και ύστερα ακολούθησε τα.
Ύστερα χάθηκε και μαζί της χάθηκε και κάθε ανάμνηση, αφήνοντας σε να κλαις από από απελπισία για την ζωή που χαράμισες και σκόρπισες σε τόσες ανούσιες πεποιθήσεις. Χρειάστηκαν μερικά δευτερόλεπτα ώστε τούτο το συναίσθημα να σε κάνει να χαθείς και να βρεθείς σε μια νέα αρχή, κλαίγοντας πλέον από ευγνωμοσύνη για αυτή τη συγχώρεση και για αυτή τη δεύτερη, ή τρίτη ή νιοστή ευκαιρία να προσπαθήσεις τούτη τη φορά να θυμηθείς και να ζήσεις μόνο για αυτά τα θέλω.