Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2013

Εγκυμονώντας


Τους ανθρώπους που είναι μόνοι να τους φοβάσαι. Να τους ακούς με προσοχή και να σέβεσαι την σιωπή τους. Έτσι σου είχε πει ένα βράδυ, πολλά καλοκαίρια πριν. Λίγο πριν χαθεί για πάντα από την ζωή σου. Τότε δεν είχες πολυκαταλάβει την σημασία αυτών των προτροπών. Σου φαίνονταν κάπως περίεργες και λίγο σε προβλημάτισε αυτή η διαφορετικότητα. Γιατί οι άνθρωποι χωρίζονται σε κατηγορίες; Είχες αναρωτηθεί φωναχτά και δεν ήσουν πάνω από δεκαπέντε. Δεν είχες απαντήσεις και μαζί σου δεν είχαν και οι άλλοι. Όμως η ερώτηση έμεινε και εξακολούθησε να αντηχεί για πολλά χρόνια στο μυαλό και την λογική σου που συνέχισε να προσπαθεί.
Κάθε σκέψη, κάθε χαρά και κάθε πίκρα σε οδηγούσε ακόμα βήμα πιο κοντά στην απάντηση. Η εμπειρία, έμαθες ότι αποτελεί το κλειδί που τόσο καιρό χρειαζόσουν για να ξεκλειδώσεις αυτή την τόσο βαριά πόρτα και να περάσεις σε ένα καινούργιο επίπεδο κατανόησης και αντοχών. Όμως τους ανθρώπους που είναι μόνοι γιατί πρέπει να τους φοβάσαι; Ήταν ίσως η δυσκολότερη προτροπή και αυτή που σε σχέση με τις υπόλοιπες δύο είχε για κάποιο αδιευκρίνιστο λόγο την δύναμη να σε ελκύει πιο έντονα. Μέσα από το κοινωνικό σου περιβάλλον έμαθες ότι οι άνθρωποι φοβούνται το διαφορετικό. Όμως μόνο εκείνο που έχει την δυνατότητα να τους βλάψει. Ακριβώς για αυτό το λόγο δεν μπορούσες να δεις την απάντηση. Ήταν συνεχώς μπροστά σου όλη την ώρα και εσύ ανίδεος, έστεκες και άφηνες το βλέμμα σου να περνά από μέσα της.
Για πολύ καιρό βρέθηκες  στη θέση του παρατηρητή. Θεωρητικά πάντα πίστευες ότι αυτό γίνεται συνειδητά. Προσπάθησες να εντοπίσεις αυτήν την κατηγορία ανθρώπων και να την μελετήσεις. Είχες αγοράσει και ένα φάκελο, σκούρο καφέ και είχες γράψει στο εξώφυλλο με μεγάλα μαύρα γράμματα Άνθρωποι Μονάχοι . Κεφάλαιο πρώτο, δεύτερο. Στο τρίτο κόλλησες. Ένιωθες όσο και αν προσπαθούσες, ότι δεν είχες τίποτα περαιτέρω να καταγράψεις. Όμως και πάλι τα στοιχεία που είχες μαζέψει ήταν ελάχιστα.
Ήταν απόγευμα Κυριακής και εσύ από ώρα καθόσουν στην άκρη της μπάρας που στήριζε το κορμί και τις ανάγκες σου που για ακόμα μια φορά χωρίς να σε ρωτήσουν είχαν βρει εκεί διέξοδο. Έτσι το ένιωθες και από αυτή την οπτική σε ενοχλούσε λιγότερο η φθορά που άφηνες να εξελίσσεται μαζί σου. Κοίταξες γύρω σου με αυτό το τόσο δουλεμένο βλέμμα, όμως δεν μπόρεσες να στοχεύσεις κάπου. Λίγο απογοητεύτηκες διότι σήμερα είχες ανάγκη να βρεις κάτι με το οποίο να κρατήσεις το μυαλό σου απασχολημένο. Από την χθεσινή νύχτα, μαζί με εκείνο το τελευταίο τραγούδι πριν κοιμηθείς, είχε για κάποιο λόγο επιστρέψει στο μυαλό σου εκείνη. Η μια και πιο σημαντική ανάμνηση της αγάπης που ίσως ένιωσες κάποτε, μέσα από τα πιο μελαγχολικά μάτια του κόσμου. Μαζί σου κοιμήθηκε, μαζί ξυπνήσατε και αυτό σε μπούκωσε. Η πραγματικότητα είναι ένα παιχνίδι για ανθρώπους με γερά στομάχια και αντοχές. Εσύ σίγουρα δεν ήσουν ένας από αυτούς και έτσι πάλι σήμερα εξακολούθησες να ψάχνεις για εκείνη την δικαιολογία που θα σε βοηθούσε να ξεχάσεις και να ξεχαστείς.
Άφησες το βλέμμα σου να κάνει ένα ακόμα γύρο και τότε χαμογέλασες. Η τύχη είχε επιστρέψει και η λύση καθόταν λίγες ανάσες μακρυά. Έμεινες για λίγο να χαίρεσαι και να απολαμβάνεις αυτή την νίκη σε μια μάχη βέβαια προσωπική και με μοναδικό μάρτυρα της ύπαρξης της τον ίδιο σου τον εαυτό. Δύο μεγάλες πολυθρόνες αντικριστές που χωρίζονταν από ένα μικρό ξύλινο τραπεζάκι και εκείνος καθισμένος εκεί, τόσο εναρμονισμένος με το περιβάλλον και την γενικότερη εικόνα πού ίσως γιαυτό να μην μπόρεσες να τον δεις αρχικά. Ένα ποτήρι κόκκινο κρασί και ένα βιβλίο στο χέρι που από μακρυά δεν είχες την δυνατότητα να διακρίνεις τον τίτλο. Έμεινες για λίγο μαγνητισμένος από αυτή την εικόνα, η οποία με κάποιο τρόπο σε ρούφηξε σχεδόν ολοκληρωτικά. Έτσι δεν παραξενεύτηκες, αν και θα έπρεπε, όταν σε μια και μόνο στιγμή εκείνος πήρε το βλέμμα του από το βιβλίο και αστραπιαία το κάρφωσε πάνω σου. Σου χαμογέλασε και με μια ήρεμη  κίνηση σου έδειξε την άδεια πολυθρόνα στα δεξιά του και σε κάλεσε κοντά του. Όταν ακούμπησες το ποτό σου στο τραπέζι δίπλα στο δικό του και κάθισες, μόνο τότε μπόρεσες να δεις το βιβλίο από κοντά και ήταν εύκολο να παρατηρήσεις ότι δεν είχε κανένα τίτλο. Ένα μαύρο εξώφυλλο με μια άσπρη γραμμή γύρω γύρω, να υπάρχει λες και έπρεπε με κάποιο τρόπο  να συγκρατηθεί τόση μαυρίλα. Από εκεί το βλέμμα σου λες και ήταν η φυσική ροή, οδηγήθηκε κατευθείαν στα μάτια του. Ήταν η πρώτη φορά που παρατηρούσες τέτοια μάτια από κοντά και θαμπώθηκες. Τόσο καθαρά, τόσο ήρεμα και γαλήνια. Θυμήθηκες την τρίτη προτροπή και έτσι παρέμεινες σιωπηλός. Δεν ήσουν σίγουρος ακριβώς πόσος χρόνος πέρασε ταν άκουσες την φωνή του. Εξίσου ήρεμη σαν το βλέμμα του και σταθερή. Μαρτυρούσε πίστη για τον άνθρωπο που την κουβαλούσε.
Πόσες ζωές αξίζει ένα φιλί; σε ρώτησε και σε αιφνιδίασε. Έμεινες σιωπηλός και στο μυαλό σου ήρθε η δεύτερη προτροπή. Πόσες άραγε; συνέχισε εκείνος, όταν πάνω σε αυτό αφήνεις ένα κομμάτι της ψυχής σου;
Του χαμογέλασες και κούνησες λίγο τους ώμους, δηλώνοντας έτσι την αδυναμία σου να απαντήσεις.
Εκείνος σου ανταπέδωσε το χαμόγελο και συνέχισε.
Πώς μυρίζει ο αναστεναγμός; κυρίως όταν προέρχεται από την ηδονή που μόνο μέσα από τα μάτια της μπορείς να νιώσεις ;
Πως να γεμίσεις μια άδεια καρέκλα, όταν η φωνή της έχει γεμίσει όλες τις γωνιές της ψυχής σου ;
Πολλά ερωτήματα και εσύ σαν μαριονέτα κουνούσες μόνο τους ώμους. Λυπηρό αλλά αληθινό.
Τόσο καιρό έψαχνες την λύση στο αίνιγμα και τώρα που ένιωθες ότι πλησίασες αρκετά προβληματίστηκες. Συνειδητοποίησες ότι δεν είχες προετοιμαστεί κατάλληλα για αυτό και τελικά παρέμεινες σιωπηλός.
Εγκυμονώ τον ερημίτη. Αυτή ήταν η φράση που ήρθε και σαν μια ατομική βόμβα μπόρεσε να διαλύσει τα πάντα, μέσα από το δικό της  μοναδικό και πανίσχυρο ωστικό κύμα που σχημάτισε και χωρίς να σε προειδοποιήσει εξωτερίκευσε με τόση δύναμη και παράλληλα με τόση απλότητα πού σε έκανε τελικά να νιώσεις φόβο και δέος.
Εγκυμονώ τον ερημίτη. Τρεις λέξεις τελικά χρειαζόσουν. Τρεις λέξεις και να που σήμερα χωρίς να μπορείς να συνειδητοποιήσεις ακόμα το πώς ήρθαν επιτέλους και σε βρήκαν.
Μπήκες σε ένα τεράστιο λαβύρινθο σκέψεων και ήσουν έτοιμος να χαθείς πλήρως μέσα του όταν άκουσες την φωνή του να σε καλεί ξανά στην αφετηρία.
Λίγο θεατρικά φυλλομέτρησε το βιβλίο που εξακολουθούσε να κρατά στα χέρια του και αφού σταμάτησε σε ένα σημείο σχεδόν στη μέση, ξεκίνησε χωρίς να σε ρωτήσει να διαβάζει.
Της ψυχής το παρακάτω, πάντα κρύβεται στον πάτο
Πριν τελείως παραδώσεις, είσαι ανάξιος να ενδώσεις .
Σταμάτησε απότομα και σε κάρφωσε στα μάτια. Ο καθένας εγκυμονεί μόνο αυτό που είναι άξιος και ικανός να μεγαλώσει. Μια μικρή βόλτα είναι τα πάντα μέσα στα ατομικά όρια που η κάθε ψυχή θέτει και την βοηθούν να μπορεί να ισορροπεί το παράλογο. Τα σκοτάδια με τις αγάπες και το φόβο με την αποδοχή.
Έβαλε το σελιδοδείκτη στο σημείο που διάβαζε και έκλεισε το βιβλίο με δύναμη ανάμεσα στα χέρια του. Τα γύρισε κάθετα και σου το πρότεινε. Θα το χρειαστείς σου είπε και σου έκλεισε το μάτι.
Τον είδες να απομακρύνεται και το βλέμμα σου παρέμεινε αμείωτα μαγνητισμένο μέχρι που έκλεισε η πόρτα και ένιωσες να αποδεσμεύεσαι. Ένας αυθόρμητος αναστεναγμός απελευθερώθηκε και μέσα από αυτόν ένιωσες τον φόβο να υποχωρεί και το κορμί σου να ξεμουδιάζει. Για λίγο όμως διότι μόλις άνοιξες το βιβλίο σε περίμεναν μόνο κενές, λευκές σελίδες να σε κοιτάζουν και να ψυχαγωγούνται με το αδιέξοδο που δημιουργούσαν στο μυαλό σου.
Το φυλλομέτρησες και οι μόνες λέξεις που βρήκες ήταν στην πρώτη και στην τελευταία σελίδα. Αρχή - Τέλος. 
Τότε κατάλαβες. Το μυαλό σου πήγε πίσω στην ερώτηση που τόσο σε είχε παιδέψει και δυστυχώς λειτουργώντας σαν τοίχος δεν σε άφηνε να προχωρήσεις. Τους ανθρώπους που είναι μόνοι πρέπει να τους φοβάσαι, διότι κουβαλούν συνεχώς μέσα τους τη γνώση που σε μια και μόνο στιγμή είναι ικανή να διαλύσει τα πάντα. Μέσα από αυτό το νέο πρίσμα ένιωσες ότι  και οι υπόλοιπες προτροπές έπαιρναν ένα άλλο νόημα. Πλέον θα μπορούσες να βγάλεις από μπροστά την λέξη προτροπή και να βάλεις στην καλύτερη αν ήθελες να παραμείνεις φειδωλός τις λέξεις προειδοποιητικές οδηγίες.
Η φωνή του μεθυσμένου θαμώνα πίσω σου σε κέντρισε και σε επανέφερε σε μια άλλη πραγματικότητα, παράλληλη με εκείνη στην οποία βρισκόσουν. Τρικλίζοντας συνέχισε να μιλά και εσύ χωρίς να γυρίσεις να τον κοιτάξεις έμεινες καθισμένος με το βιβλίο στο χέρι να απολαμβάνεις το συναίσθημα της νίκης που τόσο είχες λαχταρήσει να νιώσεις τόσα χρόνια. Το χαμόγελο, το πιο αληθινό χαμόγελο που είχες δημιουργήσει ποτέ, αποτύπωνε τούτη την ευτυχία και τα τελευταία του λόγια απλά το έκαναν πλατύτερο.
Εγκυμονώ, μόνο αυτό που μπορώ να μεγαλώσω.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου