Σάββατο 27 Απριλίου 2013

Το μονοπάτι


Οδοιπόρε, σου φώναξε και εσύ σάστισες. Ήταν ένα όνομα που είχες ξεχάσει πια για τα καλά. Όμως σε έκανε να σταματήσεις. Την κοίταξες κατευθείαν στα μάτια και εκείνη στο ανταπέδωσε με ένα ελαφρύ κούνημα του κεφαλιού. Σου χαμογέλασε και ανοιγοκλείνοντας τα χείλια της, σου ψιθύρισε δυο λόγια που ήταν αρκετά ώστε να ενεργοποιηθείς και να θυμηθείς.
Έφυγε ξαφνικά όπως ήρθε και εσύ παρέμεινες σχεδόν μαρμαρωμένος. Δυστυχώς όμως όχι βασιλιάς αλλά στην καλύτερη περίπτωση ως ζητιάνος. Είχες πλέον ξεσκίσει όλα τα ρούχα της υπομονής και της κατανόησης και έτσι όπως καθρεφτίστηκες στον ορίζοντα μέσα από τον τίτλο του οδοιπόρου ένιωσες ντροπή.
Είχες ξεχάσει . Όχι ,για την ακρίβεια είχες ανταλλάξει. Αυτή είναι η λέξη που αντιπροσωπεύει όλη αυτή την προδοσία που έστησες στην ψυχή σου. Αντάλλαξες την ελευθερία σου για δύο στιγμές αγάπης ή τουλάχιστον ο,τι εσύ νόμιζες για αγάπη. Άλλες δύο στιγμές ανοχής και σκοπού και εγένετο ζωή. Πραγματικότητα για δύο, μέσα από το δικό σου μονόπρακτο. Μονόλογοι και μονοτονία. Μόνος ουσιαστικά εσύ και ο εαυτός σου, που σιγά σιγά ξεκίνησες να αποφεύγεις. Το σωστό και το πρέπον του έλεγες απόλυτα όσες φορές σου ξέφευγε και συναντιόσασταν στον καθρέφτη. Το σωστό και το πρέπον. Έτσι όμορφα και με τάξη δημιούργησες μια νέα πραγματικότητα, που κάποιες στιγμές ναι φαινόταν σαν αληθινή. Σε ρούφηξε μέσα της σχετικά άνετα και έτσι χάθηκες.
 Μέχρι δύο λεπτά νωρίτερα τα είχες όλα υπό έλεγχο και χαμογελούσες τόσο πλατιά. Χρειάστηκε μια λέξη και μία φράση για να ενεργοποιηθείς. Σύνθημα και παρασύνθημα σε μία έφοδο που δεν περίμενες και δεν είδες να έρχεται. Οδοιπόρε.. Αυτή  η λέξη κουβαλούσε τόση δύναμη και το συνειδητοποίησες μόλις την ένιωσες. Όπως όλες οι μεγάλες ανακαλύψεις σου έτσι και τούτη έγινε συμπτωματικά και τυχαία μέσα από το βίωμα. Οδοιπόρε, δεν υπάρχει δρόμος. Τέσσερις λέξεις έπαιξαν ξανά και ξανά σαν μήνυμα τηλεφωνητή και σε τσιγκλούσαν τόσο έντονα που σε έκαναν προς στιγμήν να τα χάσεις. Αν δεν υπάρχει δρόμος, τότε τι υπάρχει σκέφτηκες  προσπαθώντας να βάλεις τα πράγματα στη θέση τους. Είχες καλέσει την λογική και εκείνη τώρα έστεκε απέναντι σου με τον δασκαλίστικο κότσο της και τα μαύρα γυαλιά με το χοντρό κοκάλινο σκελετό που της προσέδιδαν μια κάποια σοβαρότητα. Είχε σημειώσει απέναντι στο μαυροπίνακα αυτή την φράση και στο τέλος είχε βάλει ένα μεγάλο ερωτηματικό, τόσο ειρωνικό που προς στιγμήν σε έκανε να νιώσεις άβολα. Ο μαθητής που πιάστηκε αδιάβαστος και τώρα οφείλει να λογοδοτήσει. Αυτό που δεν γνωρίζει κανένας μαθητής είναι ότι λογική είναι  ένα ακόμα όνομα της τρέλας. Όλες εκείνες τις φορές που θα γίνεται πιστευτή από τους πολλούς και θα φαντάζει σοβαρή. Εκείνες τις φορές θα φέρνει εσαεί ανθρώπους σαν και εσένα σε αδιέξοδο.
Οδοιπόρε. Το ύφος ήταν σοβαρό. Πρέπει να είναι άλλωστε όταν έχεις να πεις κάτι τόσο σημαντικό. Οδοιπόρε, δεν υπάρχει δρόμος. Τρέλα λοιπόν ντυμένη την αποδοχή των πολλών. Πλειοψηφία και αποτέλεσμα. Έτσι ορίζεται άλλωστε η δημοκρατία και εσύ πίστευες και σε αυτό το ψέμα. Μπήκες στο πρώτο καφέ που βρέθηκε στο δρόμο σου και αφού παρήγγειλες βρήκες την πρώτη ελεύθερη γωνιά και κούρνιασες. Το μυαλό σου επαναστάτησε και ξεκίνησε δειλά να δουλεύει . Πήγε πίσω και πίσω και μετά από αρκετή ώρα έφτασε σε μια αρχή. Η μία άκρη ενός νήματος από καιρό ξεχασμένη στο βυθό των αναμνήσεων. Εκεί λοιπό σε περίμενε ο παιδικός σου εαυτός. Γεμάτος όνειρα και αντιδράσεις. Για έναν καλύτερο κόσμο. Αυτό ήταν το σύνθημα και μόλις το ανακάλεσες δεν άντεξες και χαμογέλασες. Ναι, πλέον σου φαινόταν τόσο ανεδαφικό και ουτοπικό όσο σου φώναζαν οι κατά καιρούς κηδεμόνες της ζωής σου. Πότε όμως έφτασες στο σημείο να ενηλικιωθείς; Πότε σταμάτησες να τους ακούς;
Όχι για άλλο λόγο παρά διότι απλά είχες ενστερνιστεί πλήρως τα διδάγματα.
Το μυαλό σου σε πήγε λίγο μπροστά. Είχες κουρέψει το μαλλί και η κιθάρα σου ήταν πλέον ελαφρώς σκονισμένη από την έλλειψη χρόνου που η κοινωνικοποίηση σου είχε δημιουργήσει. Έστεκες λοιπόν σαν άλλος Ηρακλής ανάμεσα σε δύο δρόμους. Της Αρετής και της Κακίας. Η ζωή έπαιξε με τις αντοχές και τις αντιστάσεις σου και εσύ έχασες. Δεν το καταλάβαινες διότι η ήττα αυτή έξυπνα σου είχε παρουσιαστεί γεμάτη πλεονεκτήματα και έτσι εθελούσια την μπέρδεψες με αυτό που ποθούσες. Είδες τον εαυτό σου να φορά  την θηλιά της ματαιοδοξίας και να υπόκειται κάθε στιγμή σε ένα κίνδυνο τόσο μοναδικό. Ένα απλό στραβοπάτημα και θα μπορούσες να σκοτώσεις ο ίδιος από άγνοια ή αμέλεια τον εαυτό σου, αφήνοντας το είδωλο στον καθρέφτη κενό από ψυχή και συναισθήματα. Και το έκανες !! Αντικατέστησες επικίνδυνες λέξεις όπως  θέλω, αλλαγη, εξέλιξη με πιο σταθερές και σίγουρες. Πρέπει, αδύνατο, επιβίωση. Έτσι πορεύτηκες για καιρό και τώρα πίνοντας τον καφέ σου, χαμένος σε μια γωνιά, γεύεσαι την στυφή γεύση της συγκατάβασης. Μια γεύση που μόνο αηδία και αποστροφή σου δημιουργεί βλέποντας μια πορεία πουλημένη για φτηνό και ανούσιο αντίτιμο.
Έπαιξες την κασέτα από την αρχή και σταμάτησες μπροστά σε αυτό το σταυροδρόμι που σε έκανε να χαθείς . Από τη μια η αλήθεια και η αποδοχή (κυρίως των συναισθημάτων) και από την άλλη η βίαιη σύγκρουση με το παρελθόν και ένα τεράστιο " δεν θέλω άλλο ". Τότε με την πληγή ανοιχτή και την καρδιά ξεριζωμένη δεν έκανες πολύ ώρα να αποφασίσεις. Έπρεπε να σταματήσεις να πονάς και η επιλογή ήταν μονόδρομος. Σήμερα όμως που η πληγή έχει κλείσει και το σημάδι έχει μικρύνει τόσο ώστε να είναι αρκετά δυσδιάκριτο, ξέρεις ότι έκανες λάθος. Η ζωή σε βοήθησε να ωριμάσεις όσο χρειάζεται ώστε να είσαι ικανός να  το παραδεχθείς.
Όμως δεν καταλαβαίνεις. Γιατί τώρα και γιατί αυτό το συγκεκριμένο συναίσθημα;
Πως γίνεται μια και μόνο λέξη να σε κάνει να σταματήσεις την ζωή σου και να κοιτάξεις στα μάτια την ψυχή που καιρό τώρα θεωρούσες νεκρή ;
Οδοιπόρε, είπες λίγο ειρωνικά, βγαίνοντας από το καφέ και συναντώντας τα μάτια σου στην βιτρίνα του απέναντι μαγαζιού. Οδοιπόρε το νου σου ! χάθηκες ...
Έβαλες τα χέρια στις τσέπες και ξεκίνησες να περπατάς αργά και λίγο νωχελικά. Όμως μέσα σου, στο μυαλό σου, ο λογισμός σου έτρεχε γρήγορα και δυστυχώς δεν υπήρχε κανένα εμπόδιο.
Οδοιπόρε μου, σε φώναζε εκείνη και αυτό το "μου " πόσο πολύ τα άλλαζε όλα. Ένιωθες με έναν περίεργο τρόπο ο πιο σωστός και ποθητός άντρας και αυτό σου δημιουργούσε απέραντη ευτυχία. Όταν αυτά τα τρία γράμματα σταμάτησαν να σε ακολουθούν, τότε ήταν που έγινε η ζημιά. Παραδόθηκες στον πόνο και από εκεί στο τίποτα. Πέρασε αρκετός καιρός περιμένοντας και ελπίζοντας σε ένα θαύμα, ώσπου απογοητεύτηκες τόσο που τα παράτησες και τελικά συμβιβάστηκες. Τόσες φωνές, είπες ένα βράδυ, λένε το ίδιο. Δεν μπορεί να κάνουν λάθος. Τώρα πια ξέρεις ότι οι περισσότερες καρδιές δεν έχουν το ταλέντο να μπορούν να αγαπήσουν γιατί ποτέ δεν μπόρεσαν να ξεφύγουν από αυτό που η μετριότητα προστάζει. Ναι, τελικά  είχαν άδικο και εσύ το ένιωσες όταν ξανακοίταξες τα μάτια της και ενέδωσες, σαν να ήταν πρώτη φορά, στην χάρη και στην ομορφιά της.
Ήταν περιτριγυρισμένη από κόσμο και εσύ, τι ειρωνία, έβλεπες μόνο ένα άσπρο πέπλο να καλύπτει τα πάντα. Τα πάντα εκτός από τα μάτια της. Οδοιπόρε, σου είπε και η φωνή της σε απογείωσε σε έναν άλλο κόσμο. Οδοιπόρε, δεν υπάρχει δρόμος. Ένα απειροελάχιστο ανοιγόκλεισμα των ματιών σου ήταν αρκετό ώστε να την χάσεις. Έτρεξες ανάμεσα στο πλήθος αλλά μάταια. Την είχες χάσει ξανά και όφειλες να το παραδεχθείς.
Ξύπνησες με τα μάτια υγρά και τα χείλια ακόμα νωπά από εκείνη την στυφή γεύση της συγκατάβασης. Σηκώθηκες και πήγες στο μπάνιο. Έριξες λίγο νερό στο πρόσωπό σου και την στιγμή που σήκωσες τα μάτια σου στον καθρέφτη πάγωσες. Ήταν εκεί γραμμένο με κραγιόν να σε προκαλεί και να σε παρακαλεί ταυτόχρονα να θυμηθείς.
Οδοιπόρε, δεν υπάρχει δρόμος. Το μονοπάτι σου πάντα το χαράζεις εσύ ...

1 σχόλιο: