Σάββατο 19 Ιουλίου 2014

Επίλογος χωρίς προειδοποίηση



Οι όμορφες ψυχές ταλαιπωρούνται τα μεσάνυχτα. Κάθε που αλλάζει η μέρα και μηδενίζει το κοντέρ, νιώθουν μια τρελή επιθυμία να νικήσουν τα όρια και να βγουν από εκείνες τις δεσμεύσεις που ο χρόνος και ο τόπος ορίζουν.
Έτσι ήταν και εκείνος. Μια όμορφη ψυχή που όταν την πρωτοσυνάντησες αυτό το πρώτο χνούδι στο πάνω χείλος, τον έκανε να φαντάζει λίγο αστείος. Γέλασες και του το είπες. Εκείνος σε κοίταξε και χωρίς να πει το παραμικρό, άνοιξε το γκάζι και σχεδόν στιγμιαία μεγάλωσε την μεταξύ σας απόσταση, αφήνοντας σε πλέον μόνο στη μέση μιας μεγάλης αλάνας. Το μηχανάκι του μικρο, αλλά αρκετά δυνατό για να τον μεταφέρει δεξιά και αριστερά και σε τούτη την ηλικία να τον βοηθά να νιώθει, έστω και χωρίς να το καταλαβαίνει απόλυτα, ότι δραπετεύει και γίνεται λίγο μεγαλύτερος.
Τι και αν το σώμα μας δεν νιώθει, αυτό που ξέρει η ψυχή.., Ξεκίνησες να γράφεις αρκετά χρόνια αργότερα. Ένα πρωινό του Ιούλη, από εκείνα που χαράζονται στην ψυχή μας ανεξίτηλα, χωρίς καν να μας ρωτήσουν. Δεν περιμένουν ποτέ για κάποια έγκριση. Το μόνο που απαιτείται είναι συνήθως μια μικρή ενημερωτική φράση, ικανή να αλλάξει όλα τα δεδομένα και χωρίς δεύτερες σκέψεις να ορίσει μια για πάντα τούτο το Σαββατιάτικο πρωινό ως θλιμμένο.
Χάσαμε τον Γιάννη. Τρεις λέξεις και ύστερα σιωπή. Το μυαλό σου αρχικά αντέδρασε. Τι είναι για να τον χάσουμε, ρώτησες προσπαθώντας να εξαφανίσεις όλα τα υπόλοιπα ενδεχόμενα. βελόνα;
Η άλλη άκρη της γραμμής παρέμεινε σιωπηλή και έτσι τούτο το νοητό χαστούκι που η πραγματικότητα σου έδωσε τόσο ενήλικα, σε πόνεσε και σε υποχρέωσε να δεχτείς την σκληρή της φύση.
Χωρίς άλλες κουβέντες έκλεισες το τηλέφωνο και επέστρεψες σε εκείνη την αλάνα με το ημερολόγιο του μυαλού σου να γράφει 1992. Μια εποχή τόσο κοντά χρονικά στο σήμερα όμως τόσο διαφορετική ως προς τον τρόπο ζωής που επέβαλε. Χωρίς διαδίκτυο και ψεύτικους φίλους, χωρίς οθόνες και καλοφτιαγμένα στάτους. Μόνο αλήθεια και παιδική άγνοια. Αθωότητα και παγωτό χωνάκι τα καλοκαιρινά απογεύματα Σαββάτου που με το λεωφορείο πηγαίνατε ως την Κηφισιά, προσπαθώντας να μεγαλώσετε όσο μπορούσατε γρηγορότερα.
Εκείνος ήταν μικρότερος, όμως μόνο ηλικιακά. Η ψυχή του πέρα από όμορφη ήταν και δουλεμένη, τόσο όσο χρειαζόταν για να μπορεί ισότιμα να στέκει στις συζητήσεις σας και να νιώθει και εκείνος ότι τον αποδέχεστε.
Πιο παιδί δεν θέλει να μεγαλώσει και ποιος έφηβος δεν θέλει να αρέσει;
Το μυαλό σου σε ώθησε να επιστρέψεις σε εκείνη την αλάνα και ξεκινώντας από εκεί να προβάλεις μια ταινία μικρού μήκους στο μυαλό σου έχοντας εκείνον ως πρωταγωνιστή.
Άντεξες μόλις λίγα δευτερόλεπτα, έως ότου το συνειδητό σου κατακλυστεί από τούτη την αλήθεια που ένα σύρμα γεμάτο ηλεκτρισμό σου είχε μεταφέρει λίγο νωρίτερα, και ξέσπασες σε λυγμούς.
Δεν μπορούσες να προσδιορίσεις ακριβώς γιατί έκλαιγες. Αρχικά έβαλες τον τίτλο - Αδικία-. Ήταν νέος και είχε ακόμα πολλά να κάνει.
Έκλεισες τα μάτια σου νιώθοντας τα πλέον να σε πονάνε και η εικόνα του ξεκίνησε να προβάλλεται παντού μέσα στο κεφάλι σου, φορώντας διαφορετικά ρούχα και ζώντας σε τόσες διαφορετικές περιόδους. Σε μια παραλία καλοκαίρι να κοιτιέστε με νόημα, λίγο μετά το πρώτο φιλί που ο τότε μεγάλος σου έρωτας σου είχε δώσει, με το φεγγάρι να φωτίζει ένα σ αγαπώ γραμμένο με αθωότητα στην άμμο. Έξω από ένα σινεμά με εσένα να τσαμπουκαλεύεσαι με αστυνομικούς νομίζοντας πως έχεις δίκιο, και εκείνον να έχει ασπρίσει και να σε σκουντά προσπαθώντας να σε προφυλάξει. Στην αυλή του σπιτιού του που περήφανα σου έδειξε την καινούργια του μηχανή.
Κατέληξες ώρα μετά στο μοναστηράκι στα μέσα της δεκαετίας του `90 να τριγυρνάτε από μαγαζί σε μαγαζί ψάχνοντας για εκείνο το ζευγάρι μπότες Βέρμαχτ που νομίζατε ότι χρειαζόσασταν για να γίνετε περισσότερο cool. Χαμογέλασες καθώς θυμήθηκες ότι προσπαθούσατε να καταλάβετε την αυθεντικότητα τους μη έχοντας καμία γνώση και τελικά καιρό μετά ανακαλύψατε ότι αυτό που νομίζατε για σίδερο δεν ήταν κάτι περισσότερο από πεπιεσμένο χαρτόνι. Αυτό όμως ποτέ δεν σας εμπόδισε να τις φοράτε και να χορεύετε ξανά και ξανά το Basket Case των Green Day, το οποίο είχε μόλις κυκλοφορήσει και σας είχε πάρει τα μυαλά.
Βαριανάσανες για αρκετή ώρα ώσπου να μπορέσεις ξανά να ελέγξεις την αναπνοή σου και τότε αυθόρμητα πήρες ένα κομμάτι χαρτί νιώθοντας την ανάγκη να το μουτζουρώσεις και έτσι να προσπαθήσεις να βάλεις τις σκέψεις σου σε μια σειρά.
Πήρες το χαρτί, πήρες και ένα στυλό που βρήκες δίπλα σου και την στιγμή που το ένα άγγιξε το άλλο ένιωσες σαν να παγώνεις.
Τι μπορώ να γράψω; σκέφτηκες. Πως μπορώ άραγε να φυλακίσω σε δυο γραμμές μια ολόκληρη ζωή με έναν άνθρωπο που γεννήθηκε ξένος, έγινε φίλος και κατέληξε να βρίσκεται στην ψυχή μου και στην καρδιά μου ως αδελφός. Ως ο μικρότερος μου αδελφός για τον οποίο πάντα ήμουν περήφανος.
Ξεφύσηξες και κοίταξες γύρω σου. Ο δρόμος ακριβώς έξω από το παράθυρο σου, σε τούτο το αγγλικό προάστιο που η ζωή σε έσπρωξε να βρεθείς εδώ και καιρό, παρέμεινε ενοχλητικά ήρεμος και ουδέτερος. Σαν να μην μπορούσε να κατανοήσει το μέγεθος της τραγωδίας. Σαν να μην ενδιαφερόταν καν. Πως είναι δυνατόν, φώναξες όσο πιο δυνατά μπορούσες και δάκρυα πλημμύρισαν τα ήδη κόκκινα μάτια σου.
Οι όμορφες ψυχές ταλαιπωρούνται τα μεσάνυχτα και ψάχνουνε τρόπο να αλλάξουνε τη μοίρα. Η δική του τελικά γραμμένη από καιρό, τον περίμενε μερικές ώρες μετά το ξεκίνημα μιας νέας μέρας, για να ολοκληρώσει μια σύντομη αλλά πολύ σημαντική ζωή γεμάτη αξιοπρέπεια και προσπάθεια.
Έψαξες στα συρτάρια σου και δεν σου ήταν δύσκολο να την βρεις. Άλλωστε φεύγοντας πήρες ελάχιστες φωτογραφίες μαζί σου, γνωρίζοντας ότι κάποια θλιμμένα απογεύματα που έξω η βροχή θα μούσκευε τα πάντα, θα ένιωθες την ανάγκη να αναπολήσεις το παρελθόν και να χαθείς μέσα τους.
Ήσασταν παρέα στο νησί και κάτω δεξιά η ημερομηνία ήταν Αύγουστος του 1999. Κοιτούσατε το φακό με αυτοπεποίθηση και γιατί όχι άλλωστε. Το μέλλον ήταν μπροστά και το άμεσο παρελθόν ήταν γεμάτο όμορφες εμπειρίες.
Ένας αναστεναγμός βγήκε αυθόρμητα από μέσα σου και ένα γαμώτο έφτασε μέχρι το δρόμο και τους περαστικούς που ανίδεοι συνέχισαν την πορεία τους. Όμως έτσι δυστυχώς είναι ο θάνατος. Προσωπικός και μοναχικός. Σε ωθεί να βιώσεις την απώλεια θες δεν θες και τις περισσότερες φορές όσα χαρτιά και να μουτζουρώσεις, δυστυχώς δεν θα μπορέσεις να ισοσταθμίσεις τούτη την ανάγκη για μια έστω τελευταία αγκαλιά.
Πως λοιπόν λες αντίο σε έναν άνθρωπο με τον οποίο έχεις μοιραστεί τις μισές αναμνήσεις της ζωής σου; Πως αποδέχεσαι ότι έφυγε για πάντα, άσχετα αν μερικές ημέρες πριν τον κοιτούσες στα μάτια και του χαμογελούσες πλατιά, νιώθοντας ευτυχής που τον έχεις απέναντι σου, ακούγοντας τους προβληματισμούς του για το μέλλον, προσπαθώντας να τον πείσεις να τα αφήσει όλα και να έρθει παρέα στα ξένα μακρυά από όλες εκείνες τις καταστάσεις που ποτέ του δεν επέλεξε να ζήσει και που όμως αντιμετώπισε για χρόνια παλικαρίσια και με περισσή αξιοπρέπεια.
Πως μπορείς να πεις αντίο στον αδελφό σου, άσχετα αν τον γέννησε άλλη μητέρα, ο οποίος ήταν πάντα εκεί από όταν θυμάσαι τον εαυτό σου;
Οι όμορφες ψυχές ταλαιπωρούνται τα μεσάνυχτα, όμως έρχεται πάντα ένα ξημέρωμα να τους πάρει μακρυά και να τους οδηγήσει σε άλλες ατραπούς και να τους επιβραβεύσει για το σθένος και την ανθρωπιά με την οποία διαχειρίστηκαν τη ζωή τους και δίδαξαν και όλους εμάς πως να γίνουμε λίγο περισσότερο άνθρωποι.
Κοίταξες το χαρτί που πεισματικά παρέμενε λευκό και πιέζοντας το χέρι και το μυαλό σου με όση δύναμη σου είχε απομείνει ξεκίνησες να αποτυπώσεις τα όρια τούτης της τραγωδίας.
Έξω η ζωή, μέσα η απώλεια. Συγκρούσεις τρομερές, στιγμές μικρές.
Το κοίταξες και συμπλήρωσες από κάτω με κεφαλαία γράμματα ΑΝΤΙΟ. Ένα αντίο που σου φάνηκε τόσο παράταιρο που σχεδόν την στιγμή που το έγραψες, πέρασες από πάνω του μια γραμμή ακυρώνοντας το.
Σ αγαπώ πολύ, εις το επανιδείν αδελφέ.
Αυτή ήταν η φράση η σωστή και μόλις την αποτύπωσες το ένιωσες βαθιά στην ψυχή σου.
Εις το επανιδείν αδελφέ. Σ αγαπώ...

1 σχόλιο: