"Αδούλωτες πατρίδες στο μυαλό διαταραγμένων περαστικών, που με το έτσι θέλω ζωγραφίζουν στους καθαρούς άσπρους τοίχους της συνείδησης μου τη θολή εικόνα τους. Με άναρθρες κραυγές πλανώνται στο διηνεκές και με μισά χαμόγελα προσπαθούν να ξεγελάσουν τον έρωτα.
Πόσο απεχθές! πόσο προσβλητικό !
Και αυτές οι αδούλωτες πατρίδες αδελφέ, αυτές για τις οποίες τραγουδάμε και κάμουμε όνειρα μια μέρα να λευτερωθούμε και να πάμε να τις ζήσουμε, που ακριβώς βρίσκονται αδελφέ;
Μέχρι στιγμής στα μάτια των ανθρώπων φωλιάζει η μοναξιά και ο πόνος. Από την ένωση τους ένα μεγάλο παράπονο. Και όμως ακόμα ζωγραφίζουν. Κάθε μέρα και από λίγο, βάφουν ένα ακόμα κομμάτι ενός τοίχου που πλέον άρχισε να βαραίνει."
Αδούλωτες πατρίδες. Το ξαναδιάβασες και πάλι ένιωσες αδύναμος να κατανοήσεις την ανάγκη που πίσω στο παρελθόν ώθησε ένα χέρι να αποτυπώσει τούτες τις σκέψεις στο χαρτί.
Δώρο σε κάποια γενέθλια, όχι πολλά χρόνια πριν, και τώρα είχε έρθει το πλήρωμα του χρόνου και ένιωθες να παίρνει την εκδίκηση του για όλα αυτά τα βράδια που ενώ ένιωθε την ανάγκη να το πιέζει μέσα από τις λέξεις που κουβαλούσε, εσύ χωρίς κανένα οίκτο άφηνες στριμωγμένο ανάμεσα σε άλλα βιβλία ίσης ή ελάσσονος σημασίας.
Είχες κάνει λάθος και το κατάλαβες από την πρώτη κιόλας σελίδα. Αδούλωτες πατρίδες. Πατρίδες χωρίς δούλους δηλαδή ή πατρίδες ελεύθερες; και οι οποίες υπάρχουν μόνο στο μυαλό διαταραγμένων περαστικών. Περαστικών από που; τι άραγε τους διατάραξε;
Άφησες έναν μικρό αναστεναγμό και το βλέμμα σου μέσα σε δευτερόλεπτα μετατόπισε το βάρος της σκέψης σου από το χαρτί στο δρόμο και από εκεί σε ένα ζευγάρι γυναικεία πόδια. Τα παρατήρησες να κινούνται, να προχωρούν και να χάνονται στη γωνία στα δεξιά σου. Το βλέμμα σου έμεινε για λίγο μετέωρο και τότε ήταν που το είδες. Πάνω από το απέναντι πεζοδρόμιο, εκεί στο μικρό τοίχο που χώριζε το δρόμο από την αυλή του καλοκαιρινού εστιατορίου, εκεί επάνω στις γκρι σκούρες πλάκες γραμμένη με έντονα κόκκινα γράμματα μια και μόνο λέξη, πολέμα.
Την κοίταξες και ήταν σαν η ματιά σου να την ρούφηξε και να την τοποθέτησε σε έναν άλλο τοίχο κάπου μέσα σου. Έτσι δεν πολυζορίστηκες όταν μετά από ένα μικρό βλεφάρισμα ο τοίχος παρέμεινε το ίδιο γκρι αλλά χωρίς την λέξη σου.
Δούλος και σκλάβος, ποια είναι η διαφορά, αναρωτήθηκες φωναχτά και ήταν λίγο μετά το ηλιοβασίλεμα που οι άνθρωποι θαμπωμένοι ακόμα από την εικόνα του ήλιου που βυθίζεται στον ορίζοντα και χάνεται, ταραγμένοι από την υποσυνείδητη είδηση του τέλους, βουβά περπατούσαν κάνοντας τον δικό τους απολογισμό. Έτσι κανείς δεν ήταν ικανός να σε ακούσει. Κανείς εκτός από εσένα.
Ο δούλος έχει επιλογή, σκέφτηκες. Στη σκέψη, στα όνειρα και στις αντοχές. Είναι δούλος πιθανότατα των παθών του, όμως κανείς δεν μπορεί να του δεσμεύσει το όνειρο. Έστω και αν αυτό διαρκεί όσο ένα δάκρυ, αραιά και που.
Ίσως εκεί να υπάρχει λοιπόν εκείνο το σύμπαν που έχει τη δύναμη να αφήνει τις πατρίδες αδούλωτες και ίσως ελεύθερες.
Το βλέμμα σου επέστρεψε στο δρόμο και ένα καινούργιο ζευγάρι πόδια σε μαγνήτισε εκ νέου και ξεκίνησε να ωθεί να το ακολουθήσεις προς τα αριστερά. Φτάνοντας μπροστά σου σταμάτησε, γύρισε το κεφάλι προς τα αριστερά και σε κοίταξε κατευθείαν στα μάτια. Είναι παράξενο αλλά θα ορκιζόσουν ότι διάβαζε τη λέξη στον τοίχο σου. Ακριβώς πάνω σε αυτή την σκέψη, εκείνο το συγκεκριμένο δευτερόλεπτο αυτό το ζευγάρι πόδια ξεκίνησε να καταρρέει, να λιώνει και να μετασχηματίζεται σε ένα μεγάλο ασκέρι πεταλούδων, το οποίο ξεκίνησε να πετά γύρω γύρω.
Μόνο όταν απομακρύνθηκαν αρκετά από το οπτικό σου πεδίο μπόρεσες να δεις το σχηματισμό τους. Δεν ήταν ασκέρι όπως αρχικά νόμιζες αλλά μια πλήρως οργανωμένη μονάδα που πετώντας προς τα πίσω είχε δημιουργήσει μια λέξη ικανή να σε κάνει να χαμογελάσεις, ονειρέψου.
Είχες όντως καιρό να ονειρευτείς, όμως που το ήξεραν;
Πίσω από τον κόσμο σου υπάρχει ο δικός μου, πίσω από αυτόν τον τίποτα και εμπρός σου το μηδέν.
Ήταν μια φράση που ξεπήδησε στο συνειδητό σου και ξεκίνησε να επαναλαμβάνεται αργά και σταθερά. Ο κόσμος σου και ο κόσμος μου, εγώ και εσύ. Διαχωρισμός και ανάγκη, παιχνίδι και αποτέλεσμα. Νίκη και ήττα, δυισμός και τίποτα.
Άρα δεν είμαι δούλος, είπες φωναχτά. Αν δεν έχω την δυνατότητα της επιλογής αν θα παίξω ή όχι, τότε δεν είμαι δούλος, είμαι σκλάβος. Και είναι το μυαλό μου που με κρατά σε αυτή την κατάσταση.
Ο σκλάβος υποτάσσεται, σκύβει το κεφάλι και παίζει. Δεν έχει σημασία αν θα κερδίσει ή όχι. Το βασικό είναι που μέσα του υπάρχει ζωντανή η αυταπάτη ότι αυτό μπορεί να αλλάξει κάτι. Σκλάβος στο μυαλό, στα συναισθήματα και τα όρια.
Σιγά σιγά ξεκίνησες να ξετυλίγεις το μίτο της άγνοιας που η ζωή δίνει μόνο στους ικανούς, και ναι το έκανες λαίμαργα.
Η ταχύτητα της εναλλαγής των εικόνων σε ανάγκασε να κάνεις μερικά βήματα προς τα πίσω και μέσα σε μια στιγμή να σκύψεις και να ξεράσεις με μανία ο,τι κουβαλούσες από καιρό. Έκλεισες τα μάτια νιώθοντας να σε τσούζουν και τη στιγμή που τα άνοιξες, αυθόρμητα το αριστερό σου φρύδι σηκώθηκε, όπως κάθε φορά που η πραγματικότητα σε προσπερνούσε με τέτοιο τρόπο που αδυνατούσες να την παρακολουθήσεις.
Σαν να είχε παρέμβει ένα δάχτυλο και είχε αναταράξει όλα αυτά τα υγρά, μια τρίτη λέξη βρισκόταν μπροστά σου και σε καλούσε εξίσου προστακτικά να δράσεις, χαμογέλα.
Αδούλωτες πατρίδες στο μυαλό διαταραγμένων περαστικών και εσύ χαμογελούσες. Είχες αρχίσει να νιώθεις καλύτερα κατανοώντας σιγά σιγά ότι είσαι ένας από αυτούς. Οι άναρθρες κραυγές σου, ακόμα και μέσα από αυτό το τρανταχτό γέλιο σου, έμειναν αδιάψευστος μάρτυρας.
Η ματιά σου ασυναίσθητα, ωθούμενη από μια ανάγκη αυτοεπιβεβαίωσης, έψαξε μηχανικά για ένα καινούργιο ζευγάρι πόδια που θα μπορούσε να ακολουθήσει έστω μέχρι την άκρη του δρόμου.
Δεν έχει σημασία η διάρκεια, όσο ψάχνεις για στιγμές...
Η καρδιά σου όμως; Αυτή δεν χαρίζεται σε στιγμές. Δεν ψάχνει για επιβεβαίωση. Γνωρίζει και ακριβώς γιαυτό θλίβεται και μπουκώνει όταν μέσα από τις επιλογές σου μουτζουρώνεις τον τοίχο της συνείδησης σου και έτσι την κάνεις να χάνει την λάμψη της και να φαίνεται πιο μικρή, πιο χρησιμοποιημένη.
Ακριβώς τη στιγμή που το αντιλήφθηκες, ένιωσες κάπου βαθιά μέσα σου να καίγεσαι. Ο πόνος άρχισε να εντείνεται και εσύ ανίκανος να τον διαχειριστείς ξεκίνησες να ουρλιάζεις. Έμπηξες τα νύχια σου βαθιά μέσα στο στήθος σου παραδομένος στην τρέλα που σου δημιούργησε αυτό το κάψιμο. Τράβηξες με δύναμη τα χέρια σου προς τα πλευρά σου και με έκπληξη ένιωσες το δέρμα σου να υποχωρεί. Ένας καθρέφτης απέναντι σου σε έκανε να παγώσεις. Έξι γράμματα είχαν εμφανιστεί στο στήθος σου και δεν χωρούσαν καμία παρερμηνεία, πολέμα...
Με το που τα διάβασες όλα ηρέμησαν. Ο πόνος εξαφανίστηκε και για μερικές στιγμές έμεινες στο απόλυτο κενό, να νιώθεις το κορμί σου να προσαρμόζεται σε τούτη την καινούργια πραγματικότητα.
Πλέον υπήρχε νόημα. Ήσουν και εσύ ένας περαστικός, διαταραγμένος όπως όλοι οι υπόλοιποι από την ματαιοδοξία του εγώ του. Δούλος και σκλάβος να υποχωρείς κάθε στιγμή που η ψυχή σου διψούσε για κάτι μεγαλύτερο, κάτι ομορφότερο, κάτι πιο ανθρώπινο. Γιαυτό και ξεγελούσες τον έρωτα. Είχες ανάγκη το χάδι και την ολοκλήρωση.
Όμως ξεκίνησες να κατανοείς ότι ο έρωτας δεν ξεγελιέται. Έχει την μεγαλοψυχία να σε κάνει να πιστεύεις ότι κατάφερες να τον ξεγελάσεις, όμως πάντα γνωρίζει τα δεδομένα.
Με τα δάχτυλα σου ψηλάφισες τα σημάδια των γραμμάτων στο στήθος σου. Όμως δεν μπορούσες να τα νιώσεις. Τα έβλεπες στον καθρέφτη όμως για κάποιο λόγο δεν μπορούσες να βιώσεις την πραγματικότητα τους.
Η μουσική από τα ακουστικά των περαστικών άρχισε να δυναμώνει και περίεργος πως ξεκίνησες να συντονίζεσαι. Όσο ανέβαινε η ένταση, τόσο πιο ξεκάθαρο γινόταν. ΄Ώσπου έγινε μια εκκωφαντική κραυγή που ξεχύθηκε από παντού. Σε ένα μελαγχολικό μινόρε μια και μόνο λέξη, ονειρέψου..
Κοίταξες τριγύρω σαστισμένος προσπαθώντας να ξεχωρίσεις τις καταστάσεις και να σε πείσεις ότι αυτό το σκηνικό είναι αληθινό.
Δυστυχώς τα γράμματα στο στήθος σου μπορούσαν να υπάρξουν μόνο μέσα στον καθρέφτη και οι περαστικοί πηγαινοέρχονταν μέσα σε μια δική τους πολύπλοκα αρμονική δυσαρμονία, αγνοώντας τις σκέψεις και τις ανάγκες σου.
'Έβγαλες από την τσέπη το σημειωματάριο σου και χωρίζοντας μια λευκή σελίδα στα τρία, έγραψες από την αρχή, πολέμα - ονειρέψου - χαμογέλα
Τα έκοψες και τα τοποθέτησες απέναντι σου, κοιτάζοντας τα ανυπόμονα. Το ένιωθες ότι κάπου ανάμεσα σε αυτές τις τρεις λέξεις κρύβεται το κλειδί της κατανόησης.
Έμεινες στάσιμος για ώρα κοιτώντας τα και όταν το παιδί της διπλανής κυρίας σου τράβηξε το μανίκι δεν θα μπορούσες να πεις με σιγουριά πόσος ακριβώς χρόνος είχε περάσει.
Η κατανόηση της σειράς με την οποία το χάος μετασχηματίζεται σε τάξη, είναι που ξεχωρίζει τους τυχερούς από τους έτοιμους. Βήμα βήμα, με μια λογική τόσο απλή, σχεδόν παιδική.
Η φωνή του αν και τσιριχτή είχε μια επισημότητα και κουβαλούσε κάτι απροσδιόριστα ώριμο. Για δευτερόλεπτα έμεινες να το κοιτάς και τη στιγμή που απλά βλεφάρισες τα μάτια σου, απομακρύνθηκε τόσο όσο χρειαζόταν ώστε να μεγαλώσει η απορία που είχε σχηματιστεί στο βλέμμα σου. Εκείνο απλά σε κοίταξε και σου χαμογέλασε. Στο επόμενο βλεφάρισμα χωρίς καν να μπορείς να κατανοήσεις το πως, βρισκόταν στην αγκαλιά της μητέρας του και με την πλάτη γυρισμένη το έβλεπες να απομακρύνεται.
Ακριβώς τη στιγμή που περνούσε έξω από την τζαμαρία, γύρισε, σε κοίταξε βαθιά στα μάτια και απλά σου ψιθύρισε, είσαι τυχερός...
Ένα αεράκι που δημιουργήθηκε σήκωσε τις λέξεις που μετέφερε το χαρτί στον αέρα και όταν όλα ηρέμησαν χαμήλωσες το βλέμμα παραδομένος πλέον στην πραγματικότητα που βίωνες και που είχες πειστεί ότι ήταν πολύ δύσκολη στην κατανόηση της.
Τα χαρτιά είχαν μπερδευτεί, οι λέξεις είχαν μπερδευτεί και ναι ένιωσες τυχερός διότι αυτό το μπέρδεμα χρειαζόταν για να ξεμπερδέψουν τα πάντα.
Η σειρά που το χάος μετουσιώνεται σε τάξη είναι συγκεκριμένη και απαιτεί αγώνα.
Ονειρέψου, χαμογέλα και πολέμα...
Φτιάξε πατρίδες αδελφέ και βαψ` τες με τα πιο λαμπερά και πρόστυχα χρώματα ώστε να προκαλούν τη συνήθεια του εγώ σου. Βούτα τα πινέλα σου βαθιά μέσα στην ψυχή σου και χαμογέλα. Μέσα από αυτό το χαμόγελο θα βρεις το κίνητρο. Αυτή την κινητήρια δύναμη που χρειάζεσαι ώστε να σταματήσεις να λέγεσαι περαστικός και να μπορέσεις να τραγουδήσεις τον έρωτα μέσα από τις σιωπές σου, έχοντας τους τοίχους της συνείδησης σου λευκούς και λυτρωμένους από τη δουλεία ή τη σκλαβιά που η ζωή στήνει παγίδα στους άτυχους και τους πονηρούς.
Πάρε μια βαθιά ανάσα, χαμογέλα και αφού αφήσεις αυτή την αίσθηση να σε κατακλύσει ετοιμάσου να πολεμήσεις με την συνήθεια. Αυτό το ύπουλο σαράκι της ευτυχίας. Μην καταδεχθείς να ρωτήσεις αν θα νικήσεις, μόνο πολέμα!
Αδούλωτες πατρίδες διατηρημένες μέσα σε παιδικά όνειρα. Από εκείνα που η ζωή σε κάνει να θάβεις κάπου βαθιά μέσα σου και που η καλοκαιρινή ζέστη του Αυγούστου σε ωθεί να τα βρεις και μέσα από την αθωότητα τους να δροσίσεις τις σκέψεις σου που εδώ και καιρό ακολουθώντας την λογική της ενηλικίωσης βράζουν από ζέστη, πόθο και ανάγκη.
Λίγο νερό αδέλφια..., λίγο νερό χρειάζεσαι. Για λίγο νερό παρακαλείς και ναι σε βλέπω και σε κατανοώ. Είσαι κοντά και το γνωρίζω. Ο τοίχος της συνείδησης σου έχει σχεδόν γεμίσει με πολυλογίες και μουτζούρες. Φτάνει το τέλος του κόσμου και εσύ πελαγώνεις. Νιώθεις τις αισθήσεις του κορμιού σου και δυστυχώς και του μυαλού σου, ανικανοποίητες και νιώθεις ανίκανος να κάνεις κάτι.
Σε λίγο αυτός ο τοίχος θα καταρρεύσει. Η συνείδηση σου θα νικηθεί και αυτά τα όρια θα παύσουν.
Μην καταδέχεσαι να ρωτάς, μόνο ζήσε. Ίσως έτσι καταλάβεις ότι αυτός ο τοίχος σου περιόριζε τη θέα και την αντίληψη, κρύβοντας πίσω του μια ταμπέλα που πάντα θα γράφει με μεγάλα φωτεινά γράμματα, Προς αδούλωτες πατρίδες...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου