Και τούτα τα διαστήματα όλο και μεγαλώνουν και γίνονται περισσότερο επίπονα. Ειδικά τις στιγμές που χωρίς να είσαι προετοιμασμένη η ζωή σε κοιτά με συμπόνια και σου συμπεριφέρεται όπως αρμόζει σε ένα παιδί.
Δεν είσαι όμως παιδί και αυτό σε ενοχλεί. Το σώμα σου φωνάζει την εξέλιξη σου με τον πλέον έκδηλο τρόπο. Σε
κάθε ευκαιρία στέκεις γυμνή απέναντι στον καθρέφτη της ψυχής σου ή των άλλων και με αυτό τον τρόπο θεωρείς ότι μπορείς να επιβάλλεις τις θέσεις σου. Με φωνές και κραυγές. Πόσο ειρωνικό είναι άραγε αυτό σε σχέση με την εικόνα που προσπαθείς να έχεις προς τα έξω.
Και τα διαστήματα όλο και μεγαλώνουν. Έτσι παράλληλα μεγαλώνουν και οι φωνές και δυστυχώς το μόνο που εξελίσσουν είναι την διαδικασία συντήρησης τους.
Πόσο άραγε μπορούν να σε πληγώσουν τα βραδινά δάκρυα που ως εισπράκτορας, βαρετά μαζεύεις από όλους αυτούς τους τύπους που η ανάγκη σε ωθεί να ξαπλώσεις στο κρεββάτι σου?
Δυο τρία λόγια επεξηγηματικά και μετά πάντα η ίδια διαδικασία. Λες και υπάρχει μια σχολή από την οποία έχουν όλοι περάσει και τους έχει διδάξει τα ίδια βήματα που χρειάζονται να ακολουθήσουν ώστε να απορροφήσουν όλη σου την ενέργεια.
Έτσι κάθε βράδυ ξεψυχάς και μένεις με τα μάτια ανοιχτά και την καρδιά σαν αντλία, μηχανικά να προσπαθεί να συντονίσει την κίνηση της με το ροχαλητό που ακούγεται μια ανάσα παραδίπλα.
Κάθε πρωί που το μαρτύριο τελειώνει μένεις μόνη και ανακουφισμένη υπόσχεσαι ότι θα αλλάξεις. Δεν το έχεις καταφέρει στο ελάχιστο, όμως είναι όμορφο να σε ακούς να το λες. Σαν ένα μάντρας που επαναλαμβανόμενο πιστεύεις ότι έχει τη δύναμη να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεσαι ότι γύρω σου ορίζεται ως ζωή.
Είπαμε όμως, οι διαδικασίες είναι επίπονες και σε βαραίνουν κάθε μέρα που ο ήλιος χάνεται και δίνει τη θέση του στο έρεβος. Νιώθεις το αυξανόμενο βάρος και λόγω έλλειψης θάρρους απλά φαντασιώνεσαι οτι έρχεται εκείνη η μέρα που το αλλάζεις. Μετά όμως κενό. Θες να το αφήσεις πίσω σου και να προχωρήσεις, όμως δυστυχώς δεν ξέρεις με τι θα ήθελες να το αντικαταστήσεις.
Ένα κενό που σε περιγράφει και ταυτόχρονα σε κάνει να δημιουργείς τόσο έντονα αισθήματα ενοχής μέσω τον οποίων νιώθει σίγουρο ότι θα συνεχίσεις να το συντηρείς.
Ήταν εκείνη την ημέρα που μια μικρή απροσεξία σε ώθησε να καθυστερήσεις τόσο ώστε να χάσεις το τρένο για μια και μόνο στιγμή. Το είδες να απομακρύνεται και όσο μεγάλωνε η απόσταση που δημιουργούσε η κινηση μεταξύ σας, τόσο μεγάλωνε και η απόγνωση σου. Έφυγες τρέχοντας προς την έξοδο και βγήκες στο δρόμο. Σχεδόν έπεσες πάνω στο πρώτο αυτοκίνητο που βρέθηκε μπροστά σου και με δάκρυα στα μάτια και το μπούστο ακάλυπτο, παρακάλεσες τον οδηγό να εξαλείψει τούτη την απόσταση που δημιουργούσε όλο αυτό το πρόβλημα.
Εκείνος μαγνητισμένος από την υπόσχεση που μετέφεραν τα μισάνοιχτα μπούτια σου, δέχτηκε. Εσύ χαμογέλασες και νόμιζες ότι ξεγέλασες το θάνατο και ανέβηκες πιο πάνω. Όμως τίποτα δεν είναι πιο σοφά και στέρεα φταγμένο στο διηνεκές από το χάος. Αυτή η πρωταρχική υπαρξιακή κατάσταση από την οποία ξεκινά η τάξη.
Όταν το κατάλαβες ήταν πλέον αργά. Σε είχε απορροφήσει όλη αυτή η κατάσταση τόσο πολύ, που όταν έμαθες την αλήθεια η αρχική σου αντίδραση ήταν έντονα αρνητική. Ο αγγελιοφόρος γέμισε με παράσημα και διακοσμητικά, μόνο και μόνο επειδή φοβήθηκες ότι αυτό που μετέφερε είναι αλήθεια. Μετά λοιπόν από τούτο το αρχικό ξέσπασμα, αποφάσισες να διαπιστώσεις μόνη σου την αληθινή φύση της κατάστασης.
Κατέβηκες λοιπόν στην αποβάθρα και όταν είδες το τρένο να πλησιάζει η καρδιά σου σκίρτησε. Είχες να το δείς αρκετό καιρό και τώρα μέσα από τούτη την επαφή κατάλαβες πόσο σου έλειψε. Άφησες τη ματιά σου να το χορτάσει και όταν έκλεισαν οι πόρτες και ακούστηκε ο ήχος που η κίνηση παρήγαγε, προς στιγμήν σου κόπηκε η ανάσα. Η αμφιβολία του όλου εγχειρήματος υπήρξε εξ αρχής συνοδηπόρος σου. Έμεινες μετέωρη και τη στιγμή που ένιωσες να πισωπατάς και να θέλεις να λιποτακτήσεις, επανέφερες στο νου σου το λογο που σε ώθησε να φτάσεις ως εκεί. Έτσι πήρες μια βαθιά ανάσα και σταύρωσες τα χέρια μπροστά στο στήθος σου. Όχι από ασφάλεια, ένιωθες ανυπομονησία. Συγκρατημένη όμως και σε μεγάλο βαθμό μπολιασμένη με την αμφιβολία και έτσι ακόμα δυσκολότερη να την διαχειριστείς.
Έναν αιώνα αργότερα, διότι τόσο σου φάνηκε το διάστημα της αναμονής, ο ήχος από τα δεξιά σου έδωσε το στίγμα μιας κίνησης που κατευθυνόταν προς τα εσένα. Το τρένο σταματησε, οι επιβάτες αντάλλαξαν πορείες και όταν έφυγε, εσύ παρέμεινες καθηλωμένη να το κοιτάζεις εως ότου χάθηκε από το οπτικό σου πεδίο. Έκανες τρία βήματα προς τα πίσω και όταν ένιωσες τον τοίχο να σε σταματά, το είδες ως θείο δώρο.
Οι σκέψεις σου έτρεχαν και το κορμί σου ήταν αρκετά επιρρεπές σε αυτή την κίνηση. Έτσι ο τοίχος λειτούργησε ως ένα οχύρωμα.
Τελικά λοιπόν είχαν δίκιο. Υπήρχαν παραπάνω τρένα. Φεύγει το ένα και λίγο αργότερα έρχεται το επόμενο.
Ένιωσες προδωμένη. Το ένστικτο σου σε είχε προδώσει εκείνη την ημέρα που σε ώθησε να βγείς τρέχοντας στο δρόμο και να ανταλλάξεις την επιλογή της ελευθερίας σου με μια δεσμευτική καθημερινή σκλαβιά που ένω σου εξασφάλιζε την ασφάλεια που ζητούσες, εντούτις σου αποστέρησε το δικαίωμα της επιλογής.
Δεν μπορούσες να κάνεις κάτι. Η απόφαση είχε πλέον παρθεί και οι συνέπειες ήταν παρούσες και απαιτούσαν πληρωμή. Μεγάλες αποφάσεις και σίγουρα ανάλογες συνέπειες οι οποίες ανεξαρτήτος προσήμου υπήρξαν άμεσα απαιτητές,
Η λογική σου σε είχε οδηγήσει να δεχτείς την αποπληρωμή κυρίως λόγω φόβου που είχε καταφέρει να τρυπώσει μέσα από όλη αυτή την αποσταθεροποίηση και έτσι τελικά μόνη σου έπεσες σε μια παγίδα, τόσο απλοική και εύκολα προσβάσιμη που ακόμα και ένα παιδί θα μποούσε να την αποφύγει.
Όμως από το μπορώ μέχρι το κάνω υπάρχει ένα τεράστιο χάσμα που έρχεται η πράξη να γεφυρώσει. Μόνο αυτή έχει την δυνατότητα να το κάνει και δυστυχώς δεν υποκύπτει σε πιέσεις και εκβιασμούς.
Έρχεται μόνο μέσα από την λογική ή ίσως απλά την εκλογίκευση των καταστάσεων και αυτό χρειάζεται και απαιτεί ένα συστατικό που εν δυνάμει είχες. Δεν μπορούσες όμως να το εξωτερικεύσεις και έτσι να το αξιοποιήσεις.
Υπομονή χρειαζόσουν και εδώ και μερικά λεπτά από τη στιγμή που το τρένο έφυγε και χάθηκε στο τούνελ στα αριστερά σου, το κατάλαβες απόλυτα και έτσι για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό χαμογέλασες.
Έκατσες αρκετή ώρα με την πλάτη στον τοίχο να παρατηρείς τα τρένα που έρχονταν και έφευγαν μέσα σε μια δική τους μελωδική και χρονικα απολύτα κανονισμένη εναλλαγή. Τρία βήματα μπροστά και αφού μπήκες στο τελευταίο βαγόνι και οι πόρτες έκλεισαν πίσω σου, η ματιά σου έμεινε να παρατηρεί το σημείο του τοίχου που αρχικά σε συγκράτησε. Το κοίταζες μέχρι να χαθεί από τα μάτια σου όπως ο φαντάρος την αγαπημενη του και όταν το μαύρο κάλυψε τα παράθυρα, η εικόνα σου που χωρίς προειδοποίση αντανακλάστηκε στο τζάμι σε ώθησε να νιώσεις όμορφα.
Επιτέλους είχες καταλάβει. Σου πήρε αρκετο καιρό αλλά τελικά το συνειδητοποίησες. Η παγίδα μπορεί να ήταν παιδική αλλά σίγουρα δεν ήταν αμελητέα.
Το χθες ανήκει στο χθες και οι επιλογές μας μας χαρακτηρίζουν μέσα σε αυτά και μόνο τα χρονικά όρια.
Κάθε στιγμή γεννιέμαι, λέει ο ποιητής, αρκεί να μπορώ κάθε στιγμή να είμαι διατεθειμένος να πεθάνω...