Αν δεν σου αρέσει
να φύγεις, έτσι είναι εδώ τα πράγματα. Δεν αλλάζουν και σε όποιον αρέσει. Και
εσένα δεν σου αρέσει και φεύγεις. Παίρνεις την μεγάλη απόφαση και ξεκινάς
εκείνο το μεγάλο δρόμο που ονομάζεται αλλού. Φορτωμένος με όλα εκείνα τα
απαραίτητα που δεν είσαι ακόμα έτοιμος να αποχωριστείς, χαμογελάς και ξεκινάς
το περπάτημα.
Αναρωτιέσαι,
γιατί άραγε έφυγα; Δεν έχεις όμως ακόμα ούτε το θάρρος αλλά ούτε και τη γνώση
για να απαντήσεις .Κάπου εκεί ανάμεσα σε πικρές θάλασσες και κακοτράχαλα βουνά,
σίγουρα κάπου έχασες ένα ηλιοβασίλεμα και μαζί του και εκείνο το χαμόγελο που
φόρεσες παιδικά στην αρχή της διαδρομής. Προσπάθησες να το αναπληρώσεις, ξαποσταίνοντας
σε ξένα μάτια που σου έδωσαν απλόχερα ότι είχαν και ότι μπορούσαν και ίσως σε
πόθησαν περισσότερο από όσο άντεχες.
Συνέχισες το περπάτημα
και όταν ο άνεμος άρχισε να μαστιγώνει τις ελπίδες και τα όνειρα σου τότε
αναρωτήθηκες, που πάω; Όμως ένιωσες ότι πλέον είναι αργά να επιστρέψεις. Είχαν
περάσει κιόλας μια λιακάδα, ένα σύννεφο και μια αιωνιότητα. Σημάδια πόνου και
όχι χρόνου τα οποία έκαναν το περπάτημα σου βαρύ και δύσκολο. Όμως άρχισες να
συνειδητοποιείς ότι αυτός ήταν ο μόνος δρόμος και όλα αυτά τα κατακόκκινα
χείλια που βρέθηκαν στην πορεία σου, γεννήθηκαν και υπήρξαν και ήταν εκεί μόνο
για να σε βοηθήσουν να ξεδιψάσεις όταν πραγματικά ένιωσες τούτη την ανάγκη να
σε κατακλύζει.
Προχώρησες και ταξίδεψες και περπάτησες αρκετά και κάπου χάθηκες και σταμάτησες να χαμογελάς. Είχε πια περάσει αρκετός καιρός και ξέχασες και το πως έφυγες. Αυτά που άφησες πίσω ως τίμημα, ξεθώριασαν και χάθηκαν μέσα σε ένα ρημαγμένο από τις καταιγίδες μυαλό που πλέον δεν μπορεί καν να θυμηθεί ότι όλα αυτά κάποτε υπήρξαν εκεί ως ένα τίμημα της φυγής και μάλιστα ακριβό. Ίσως να είναι και καλύτερα γιατί με τον καιρό ξέχασες γιατί έφυγες, ξέχασες τι έψαχνες και έμεινες τελικά μετέωρος, ψαχουλεύοντας το τίποτα μέσα από ανθρώπους που χωρίς να μπορείς να το δεις είχαν πεθάνει από καιρό. Χωρίς όμως κηδεία, χωρίς δάκρυα, χωρίς θρήνο και κυρίως χωρίς συναίσθηση. Κανένα όμως πρόβλημα, διότι ο χρόνος σε άλλαξε, ο τόπος σε αλλοτρίωσε και η ανάγκη σε απογύμνωσε τόσο, ώστε ακόμα και τα πιο ειλικρινή σου δάκρυα να μην αξίζουν ούτε ένα βλέμμα.
Προχώρησες και ταξίδεψες και περπάτησες αρκετά και κάπου χάθηκες και σταμάτησες να χαμογελάς. Είχε πια περάσει αρκετός καιρός και ξέχασες και το πως έφυγες. Αυτά που άφησες πίσω ως τίμημα, ξεθώριασαν και χάθηκαν μέσα σε ένα ρημαγμένο από τις καταιγίδες μυαλό που πλέον δεν μπορεί καν να θυμηθεί ότι όλα αυτά κάποτε υπήρξαν εκεί ως ένα τίμημα της φυγής και μάλιστα ακριβό. Ίσως να είναι και καλύτερα γιατί με τον καιρό ξέχασες γιατί έφυγες, ξέχασες τι έψαχνες και έμεινες τελικά μετέωρος, ψαχουλεύοντας το τίποτα μέσα από ανθρώπους που χωρίς να μπορείς να το δεις είχαν πεθάνει από καιρό. Χωρίς όμως κηδεία, χωρίς δάκρυα, χωρίς θρήνο και κυρίως χωρίς συναίσθηση. Κανένα όμως πρόβλημα, διότι ο χρόνος σε άλλαξε, ο τόπος σε αλλοτρίωσε και η ανάγκη σε απογύμνωσε τόσο, ώστε ακόμα και τα πιο ειλικρινή σου δάκρυα να μην αξίζουν ούτε ένα βλέμμα.
Νύχτα από εκείνες
που με το φεγγάρι παρών, ξεγυμνώνει τα πάντα και το κρυφό κάνει φανερό και
περίπου δύο ζωές και μια λιακάδα μετά, σε βρήκε καθισμένο στην άκρη της λίμνης
να καθρεφτίζεις μέσα της το πρόσωπο σου και να προσπαθείς να θυμηθείς ποιός
είσαι, ποιός είναι αυτός που βλέπεις να φοράει τα μάτια σου και ποιός είναι
αυτός που πονάει από την μοναξιά σου. Δεν θυμόσουν πια και αυτό στο αποτέλεσμα
σε ενόχλησε αρκετά. Αποφάσισες να φύγεις και δυστυχώς ποτέ κανείς δεν σου
μίλησε για το τίμημα που έπρεπε να πληρώσεις. Ήταν όμως η μοίρα που σε έκανε να
το νιώσεις βαθιά στο πετσί σου, και το ότι υπήρχε και το ότι ήταν όλο δικό σου.
Που πάω; τι ψάχνω
να βρω; ερωτήματα που τώρα πια δεν θυμάσαι να απαντήσεις και ίσως πια δεν έχουν
και σημασία. Μέσα σε όλη αυτή την παροδικότητα των συναισθημάτων, κοιτάς μέσα
στην λίμνη ένα πρόσωπο που πλέον δεν είναι δικό σου. Εσύ ποτέ δεν έφυγες, ποτέ
δεν έψαξες για κάτι παραπέρα από αυτό του νόμιζες ότι είχες βρει εξ αρχής. Το
σώμα σου έφυγε και οι επιθυμίες σου. Αυτές οι πλανεύτρες σειρήνες, που έχουν
την δύναμη να καταφέρουν τα πάντα, αρκεί βέβαια να τις αφήσεις. Η καρδιά σου όμως έμεινε πίσω. Την πέταξες εκεί
δίπλα, στο δάσος και με τον καιρό εκείνη θάφτηκε και ρίζωσε και μεγάλωσε και
εκεί παραμένει ακόμα, αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι κάποτε από εδώ ξεκίνησες και
το πρώτο σου βήμα ήταν ακριβώς από πάνω της.
Τι τα ψάχνεις θα
μου πεις. Ο καιρός περνάει, οι άνθρωποι αλλάζουν και όλοι οφείλουμε να ζούμε με
τις συνέπειες των πράξεων μας. Αυτή είναι η σωστή αντιμετώπιση και αυτό είναι
που έχεις από καιρό επιλέξει σαν σωστό. Μπράβο λοιπόν σε εσένα και μπράβο σε
όλους μας για αυτή την ηθική και τα όρια που αφήσαμε να ορίσουν τη ζωή και την
θλίψη μας.
Ανάμεσα σε
λιακάδες και σύννεφα, πρέπει να μάθεις ότι έρχονται συχνά πυκνά και κάποιες
νύχτες περίεργες που το φεγγάρι δεν εμφανίζεται και εσύ νιώθεις αυτή την
έλλειψη βαθιά μέσα σου. Δεν μιλάς, φεύγεις και με το βλέμμα σου θολωμένο
περπατάς, πηγαίνοντας πάντα εκεί που σε οδηγεί ο ήχος της μοναξιάς σου. Είναι
εκείνο το σημείο στο οποίο κάθε φορά που οι μοίρες κοιτάζουν τι έκανες, για ένα
απειροελάχιστο διάστημα όχι μεγαλύτερο από ένα βλεφάρισμα των ματιών σου,
βγάζουν μια κραυγή απελευθερώνοντας τον πιο σπαρακτικό θρήνο που δεν αντέχει να
αντιμετωπίσει ούτε η πιο δυνατή καρδιά.
Είναι κάποιες
νύχτες που τρομαγμένος θα πετάγεσαι από το τίποτα που όρισες σαν ζωή και
βγαίνοντας στον δρόμο ξυπόλητος και αναμαλλιασμένος θα ξεκινάς να την ψάχνεις.
Το κλάμα σου θα έρχεται πάντα όμως το ξημέρωμα να επισφραγίσει αυτό που από την
αρχή γνώριζες και ας μην ήθελες να το παραδεχτείς. Τι και αν έφυγες, τι και αν ξέχασες. Ένας
ήχος ή ένα θρόισμα πάντα θα είναι αρκετά για να πονέσεις πάλι από την αρχή για
μια αγάπη που ποτέ δεν βγήκε από τα στήθια σου. Για μια αγάπη που λαθρεπιβάτης
, έζησε όλα σου τα χρόνια μέσα από τα μάτια σου.