Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2014

Χωρίς αρχή.



Έμεινες με τα χέρια κρεμασμένα από τη μεταλλική κουπαστή, σχεδόν ακίνητη για αρκετή ώρα. Τόση ώστε από μακριά να μοιάζεις με άγαλμα. Ένα ακίνητο κέλυφος που με κατανόηση της κατάστασης παρέμενε αμετακίνητο προσπαθώντας να προστατέψει όλες εκείνες τις εύθραυστες εικόνες και όλα εκείνα τα συναισθήματα που είχες μάθει να κρύβεις τόσο καλά μέσα του.
Η θάλασσα για ακόμα μια ημέρα ακολουθώντας τη δική της πορεία είχε υποχωρήσει τόσο όσο χρειαζόταν ώστε να σχηματιστεί μια υποψία αμμουδιάς, γεμάτη όμως με λάσπη, βρωμιές και παλιοσίδερα. Μια εικόνα που σε ώθησε να κάνεις έναν παραλληλισμό με όλα αυτά που έκρυβες κάτω από τη δική σου επιφάνεια.
Η κίνηση αέναη και έτσι αναπόφευκτη, να μαρτυρά μια συνεκτικότητα μεταξύ τόσο αντιφατικών δυνάμεων τις οποίες το μυαλό σου δεν μπορούσε να αναλύσει απόλυτα.
Άφησες τη ματιά σου να φύγει και πετώντας πάνω από τον Τάμεση να φτάσει ως την αντίπερα όχθη, νιώθοντας το δικό του μούδιασμα για αυτά τα νέα  κλιματολογικά δεδομένα. Έιχε μια εικόνα για αυτή την ζέστη από τα διάφορα πουλιά που κατά καιρούς τύχαινε να περνούν από εδώ και μοιράζονταν μαζί του τις διάφορες εμπειρίες τους αλλά σε καμία περίπτωση δεν ήταν έτοιμος να ζήσει κάτι τέτοιο και έτσι αυτή η κατάσταση τον ζόριζε.
Ακριβώς όπως ζόριζε και εσένα ο έρωτας. Είχε περάσει, όπως πάντοτε, ακολουθώντας τη φυσική εξέλιξη κάθε παροδικού συναισθήματος και ένιωθες ότι σε είχε αφήσει φτωχότερη. Σου είχε ξεκλειδώσει μια πόρτα που ποτέ πριν δεν είχες προσέξει ότι υπήρχε και τώρα τούτη η γνώση σε έκανε να ασφυκτιάς μέσα σε τούτο το βιολογικό κουφάρι που η τύχη και ο καιρός όρισαν αναγκαία συνθήκη για την ύπαρξη σου.
Πόσες φορές στο άμεσο παρελθόν, θολωμένη από μια ακατανίκητη τρέλα, δεν βάλθηκες να ακυρώσεις τα πρέπει μπήγοντας τα νύχια σου όσο πιο βαθιά μπορούσες στην ήδη ταλαιπωρημένη σάρκα σου. Το ένιωθες σαν τιμωρία και ταυτόχρονα σαν λύτρωση από την σαρκική τούτη δέσμευση που σαν ασθένεια σε είχε νικήσει σχεδόν ολοκληρωτικά.
Όμως πλέον γνώριζες ότι όσο και αν ενοχλούσες τη σάρκα, το πρόβλημα ήταν κάπου αλλού. Σε εκείνο το μέρος που άλλοι ονομάζουν ψυχή, άλλοι θεό και άλλοι υπερεκτιμημένη κενότητα.
Ακουμπισμένη σε εκείνη τη μεταλλική κουπαστή ένιωσες το κρύο να περνά από τα μπράτσα σου στο αίμα σου και από εκεί κατευθείαν σε τούτο τον παράξενο τόπο. Η φωνή του, εξίσου κρύα, αντηχούσε στο μυαλό σου παίζοντας ξανά και ξανά τον ίδιο ανατριχιαστικά ανά τους αιώνες μονότονο σκοπό που το ψέμα δημιουργεί όταν οι άνθρωποι προσπαθούν μέσα από αυτό να βρουν διέξοδο.
Είχες χαθεί και έπρεπε να το παραδεχτείς. Βρισκόσουν χωρίς καν να το έχεις επιλέξει ανάμεσα σε δύο κόσμους και τους κοιτούσες με την ίδια παιδική περιέργεια.
Από τη μια υπήρχε ο κόσμος στον οποίο εναπόθετες όλες αυτές οι εικόνες και τα συναισθήματα του χθες που είχες μάθει να χρησιμοποιείς ως απόδειξη της πραγματικότητας της ύπαρξης σου. Ο κόσμος του υπάρχειν, θα μπορούσε κάποιος να τον χαρακτηρίσει. Ο κόσμος στον οποίο ο εαυτός σου βρισκόταν υπό μια αρχή. Την αρχή του να μπορεί να αναγνωρίζεται μέσα από αυτήν. Έτσι τούτος ο κόσμος για λάθος λόγους σου δημιουργούσε τη σωστή οπτική του υπάρχειν και έδινε νόημα στο 'είμαι'. Αυτός ο κόσμος στο μυαλό σου ήταν και ο απλούστερος. Κατείχες όλα τα δεδομένα και έτσι η ανάλυση του ήταν από εύκολη έως βαρετή.
Ο άλλος κόσμος στον αντίποδα, ήταν η πηγή του προβλήματος και απόλυτα ειρωνικά η λύση του.
Κοιτούσες προς τη μεριά του, όμως οι εικόνες παρέμεναν θαμπές και αρκετά ρευστές. Για στιγμές μόνο σταθεροποιούνταν και ακόμα και τότε, με την αντίληψη τούτης της σταθερότητας, το μυαλό σου αντιδρούσε και τις ωθούσε να ξαναγίνουν όσο ρευστές χρειαζόταν ώστε να ταιριάζουν στην γενική περιγραφή που οι πιθανότητες μπορούσαν να δημιουργούν.
Μέχρι ο έρωτας να σου χτυπήσει την πόρτα εκείνο το απόγευμα του Μάρτη, τούτος ο κόσμος δεν υπήρχε. Μάλλον, όπως κατανόησες στην πορεία, υπήρχε αλλά εσύ ήσουν ανέτοιμη να τον δεις. Κυρίως από φόβο και εγωισμό ότι η πραγματικότητα μέσω της οποίας είχες δημιουργήσει ένα 'ικανοποιητικό' είμαι, ήταν η καλύτερη δυνατή.
Αυτός ο κόσμος του υπάρχειν λοιπόν ήταν που είχε το πρόβλημα. Μια μικρή αμφιβολία και μια μικρή ρωγμή η οποία εξελίχθηκε γεωμετρικά δυστυχώς και σε έφερε αντιμέτωπη με μια νέα πραγματικότητα γεμάτη καινούργιες εικόνες και πιθανότητες η οποία σε ώθησε να νιώσεις φόβο αρχικά για αυτή την τροποποίηση που θα υφίσταντο τούτο το διανοητικό δημιούργημα του είμαι.
Ο έρωτας σαν συναίσθημα συνήθως χαρακτηρίζεται όμορφο. Όμως κυρίως από εκείνους που ή δεν το βίωσαν ποτέ ή το κοίταξαν με δειλία μέσα από καθρέφτες και διαθλάσεις. Ο έρωτας κυρία μου, φώναξε κάποτε ένας από αυτούς τους περιπλανώμενους τρελούς που έτυχε να στέκεται δίπλα σου σε ένα πάρκο στο κέντρο της πόλης, ο έρωτας είναι η αρχική, αμόλυντη και πηγαία μορφή της αναρχίας.
θυμήθηκες ότι γέλασες ακούγοντας κάτι τόσο αλλόκοτο και συνέχισες την πορεία σου. Όμως το μυαλό σου είχε ξεκινήσει να το επεξεργάζεται. Πως μπορεί να συνδέεται ο έρωτας αναρωτήθηκες με τον πόλεμο, τις βιαιοπραγίες και τους βανδαλισμούς; Το ίδιο βράδυ καθισμένη μπροστά στην οθόνη της δικής σου πληκτικής κοινωνικοποίησης, παρακολουθώντας ένα ακόμα αναλυτικό ρεπορτάζ σχετικά με τους αναρχικούς και την τόσο παραβατική συμπεριφορά τους το ξανασκέφτηκες. Είναι αδύνατο, φώναξες χωρίς καμία προειδοποίηση και ως φυσικό επόμενο η γάτα που για ώρα ξεκουραζόταν στην αγκαλιά σου, παραπονέθηκε αλλάζοντας στάση.
Ο έρωτας είναι αναρχία, μουρμούρισες νιώθοντας την δυσφορία της. Αυτή η φράση λοιπόν επανήλθε και εκφράστηκε εκ νέου, εκεί σε εκείνη την κουπαστή με εσένα να κοιτάς το ποτάμι μπροστά σου, που προσπαθώντας να κρύψει τα μυστικά και τις αδυναμίες του είχε ξεκινήσει και πάλι να φουσκώνει.
Ο έρωτας είναι άναρχος λοιπόν, σκέφτηκες και ένα χαμόγελο εμφανίστηκε και σε ώθησε να νιώσεις λίγο πιο όμορφα. Ο κόσμος του υπάρχειν από τη μια πλευρά και ο κόσμος του άρχειν που η εμπειρία σου δημιουργεί μέσα από αυτό το τόσο μοναδικά απόλυτο συναίσθημα που ο έρωτας είναι εξουσιοδοτημένος να προσφέρει στους τυχερούς εκείνους που τον συναντούν.
Κοίταξες πίσω στο παρελθόν και ετούτη η διαφορά μέσα από αυτήν την νέα οπτική ήταν εύκολα αναγνωρίσιμη. Πρέπει, μη και δεν είναι σωστό. Πολλές αντιρρήσεις που σε όριζαν χωρίς την παραμικρή ουσιαστική δικαιολόγηση όταν η κουβέντα έφτανε στο γιατί. Αυτός όμως είναι ο κόσμος του υπάρχειν. Ένας κόσμος γεμάτος δεσμεύσεις, απαγορεύσεις και υπαγορεύσεις σχετικά με το σωστό και το πρέπον. Ένας κόσμος ο οποίος δεν μπορεί να παραδεχτεί ότι παίρνει την άξια και τη δύναμη του, σε όποιο βαθμό, μέσω της δικής σου αναντίρρητης και άνευ όρων υποταγής, διότι τούτο θα ήταν παράλογο. Όσο παράλογο σου είχε αρχικά ακουστεί ότι ο έρωτας όχι μόνο συνδέεται με την αναρχία αλλά είναι και η αρχική, αμόλυντη και πηγαία μορφή της.
Αναρχία από το α στερητικό και την αρχή που ορίζεται ως η εξουσία. Η απουσία της εξουσίας λοιπόν. Η απουσία κάθε μορφής ρυθμιστικού κανόνα που ούτως ή άλλως κάθε σημαδεμένη από τον έρωτα μορφή δεν έχει πλέον ανάγκη αφού το ταξίδι της απώλειας του εγώ μέσα από αυτό το απόλυτο δόσιμο που τούτος ο κατεργάρης φτερωτός θεός απαιτεί ωθεί κάθε ερωτευμένο να αλλάξει τα δεδομένα του. Μια απαίτηση που σε έφερε αντιμέτωπη με την κατανόηση του ότι πλέον δεν χρειαζόσουν σύνορα, όρια και πρέπει. Όχι για κάποιο άλλο λόγο αλλά επειδή κατάλαβες απόλυτα τούτο το απαίσιο και συνάμα μοναδικά λυτρωτικό μυστικό της κρυμμένης σου θνητότητας, η άγνοια του οποίου σε ωθούσε για καιρό να παραπαίεις ανάμεσα σε ξένες οπτασίες και κακομαθημένα πρέπει που κάποιος απλά σου επέβαλε χωρίς ποτέ να σου αποδείξει την αξία τους και ω! καημένη μου, εσύ τις δέχτηκες χωρίς ποτέ να τις αμφισβητήσεις.
ξεκίνησες να περπατάς και το χαμόγελο που ώρα πριν είχε εμφανιστεί δειλά στα χείλια σου, είχε πλέον μετατραπεί σε ένα τρανταχτό γέλιο που σε όποιον ήξερε να το ακούσει φώναζε με τον πιο ηχηρό τρόπο το παράπονο σου για όλες εκείνες τις στιγμές του παρελθόντος που δυστυχώς θα μείνουνε στη μνήμη σου, κουβαλώντας το αρνητικό πρόσημο που το σκυμμένο κεφάλι και το μάλιστα δημιουργούν κάτω από τη δική σου άγνοια ότι αυτό το συνονθύλευμα διαταραγμένων ψιθύρων είναι αυτό που οι ποιητές εξυμνούν από την αρχή του χρόνου ως ζωή.
Πέρασες πλέον στην αντίπερα όχθη και το υπάρχειν χάθηκε όπως χάνεται οτιδήποτε έρχεται αντιμέτωπο με την αλήθεια. Τουλάχιστον για όσο θα διαρκέσει τούτη η επανάσταση και για όσο αυτό το άρχειν στον εαυτό θα φαντάζει τόσο ελκυστικό ώστε να το ακολουθείς ως εξέλιξη.
Όμως εκεί θα παραμένει πάντα κρυφό το πρόβλημα της ανθρώπινης φύσης σου. Η αναρχία απαιτεί για να υπάρξει, πλήρη σεβασμό των δεδομένων τα οποία θα συνεχίσουν να εξελίσσονται παράλληλα με τη δική σου μοναδικότητα και όπως ο καλός αναβάτης που γνωρίζει το σωστό τρόπο να κρατά τα χαλινάρια οδηγώντας το άλογο του ακριβώς εκεί που ο ίδιος θέλει, έτσι και ο κάθε ένας που λαχταρά να ζήσει μέσα σε τούτη την όμορφη ουτοπία της αναρχίας οφείλει να αποκτήσει όλη τη γνώση που απαιτείται για τούτο. Τούτο ακριβώς είναι που οι κατά τους αιώνες διάφοροι σοφοί διαλάλησαν ότι είναι ακατόρθωτο. Αυτό είναι το παραμύθι με το οποίο ο έρωτας ξεγελά τα θύματα του, γεμίζοντας το μυαλό τους με νέες ελπίδες και ένα τεράστιο μπορώ. Ταυτόχρονα το θέλγητρο και η παγίδα το.
Όμως όπως τώρα πια οφείλεις να γνωρίζεις, έρχεται πάντα εκείνη η στιγμή που αυτό το μπορώ απαιτεί να μεταφραστεί και να τοποθετηθεί σε κάποιο καινούργιο σημείο μέσα μας. Αφού όμως συνειδητοποιήσουμε την πλάνη και καταφέρουμε να διαβάσουμε την κρυμμένη ερώτηση, ίδια και απαράλλακτη ανά τους αιώνες.
Το ποτάμι έμεινε πίσω σου και εσύ συνέχισες να περπατάς επιστρέφοντας σε μια ρουτίνα που ακόμα σε ενεργοποιούσε. Ένα δεν θέλω από τη μια, με τη βεβαιότητα σιγά σιγά να εξασθενεί, και ένα μεγάλο μπορώ με το ερωτηματικό δίπλα του να το κάνει να φαντάζει η πλέον δύσκολη των ερωτήσεων που κλήθηκες ποτέ σου να απαντήσεις.
Στην πορεία θα ανακαλύψεις ότι όχι μόνο μπορείς αλλά και ότι είσαι απόλυτα τυχερή που ήσουν εκεί ώστε να δεις αυτήν την πόρτα να ανοίγει και ακόμα πιο τυχερή που βίωσες τούτο τον απόλυτο χαμό.
Αν ο έρωτας είναι η αρχική, αμόλυντη και πηγαία μορφή της αναρχίας τώρα πλέον γνωρίζεις ότι η απώλεια του είναι εκείνη η αρχική ώθηση που πάντα η εξέλιξη θα δημιουργεί ώστε να καταφέρνει να διαιωνίζει την ύπαρξη της. Εκείνη η ώθηση που πάντα θα έχει τη δύναμη να σε φέρνει πιο κοντά σε σένα.