Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2014

Ανθρωπο ψάχνω...


Απειλητικές σιωπές που παραμονεύουν πάντα μετά την καταστροφή, είναι οι σιωπές που όλοι φοβούνται να βιώσουν μήπως και τους καλύψουν τόσο ώστε μετά κάθε σκέψη διαφυγής να μοιάζει με ειρωνικό σχόλιο ειπωμένο από τα χείλια εχθρού.
Έτσι τις περισσότερες φορές τούτες οι σιωπές είναι η αιτία του ουρλιαχτού που η ψυχή εξωτερικεύει σαν αντίποδα, άλλοτε μέσα από μια μελωδία ή κάποιες σκόρπιες λέξεις σε ένα χαρτί και άλλοτε μέσα από μουτζούρες δίχως κανένα νόημα που μόνο σκοπό έχουν να αδειάσουν την ψυχή από όλα τα σκουπίδια και να επισκευάσουν τις τυχόν μικροζημιές που η καταστροφή σχεδον πάντα αφήνει πίσω της.
Αλίμονο, σε αυτούς που δεν αγάπησαν, λέει ο πρώτος. Γιατί με πρόδωσες ή μου λείπεις, κλαίει και ουρλιάζει ο δεύτερος. Ειρωνικά ο πρώτος εξυμνήται και θαυμάζεται και τραγουδιέται, ενώ ο δεύτερος παραγκωνίζεται, απομονώνεται και βρίσκει τον εαυτό του αντιμέτωπο με την απειλή του εξοστρακισμού, αν αυτό το ουρλιαχτό δεν πάψει και τούτη η απόγνωση που το συνοδεύει δεν καταλαγιάσει. Κοινωνικά και εξωτερικά τουλάχιστον. Αυτό δηλαδή που αποτελεί το σωστό και ωφέλιμο για τους άλλους.
Ακριβώς σε αυτό το σημείο της ανάλυσης πάντα χανόσουν. Πως είναι δυνατόν να δημιουργήται ένας τέτοιος διαχωρισμός είχες σκεφτεί αρχικά και από τότε πέρασαν αρκετά ξέγνοιαστα καλοκαίρια που η ερώτηση παρέμεινε εκεί, στο πίσω μέρος του μυαλού σου, χωρίς καμία απαίτηση.
Έπειτα ήρθε ένα ζευγάρι μάτια που σε ώθησε να χαθείς μέσα του και να πιστέψεις και να βιώσεις και να νιώσεις και τελικά όταν μια μέρα τα είδες να απομακρύνονται, μόνο τότε συνειδητοποίησες ότι λόγω απειρίας δεν είχες ποτέ σκεφτεί αυτό το ενδεχόμενο.
Το περίγραμμα των εικόνων έγινε μαύρο και η καταστροφή αυτή σε έφερε επιτέλους αντιμέτωπο με την ίδια σου την ερώτηση. Αυτή που για καιρό περίεφερες μέσα σου και η οποία σε είχε για λίγο ωθήσει να κομπάζεις ρητορικά ότι γνωρίζεις τον έρωτα και την απώλεια. Ποσο βλάκας άραγε να αισθάνθηκες τη στιγμή που αυτή η κατανόηση της λάθος προσέγγισης άγγιξε τον πάτο της ψυχής σου και αντανάκλασε γύρω της το θόρυβο της κενότητας που ένα αντικείμενο μπορεί να παράξει σε ένα άδειο δωμάτιο. Δεν είχες κρατήσει κάποια άμυνα απέναντι σε τούτο τον πανπόνηρο μικρό διαβολάκο και τώρα έπρεπε να πληρώσεις. Συνέπειες δυστυχώς που όλοι βρίσκουμε αργά ή γρήγορα στο δρόμο μας ζώντας το παραμύθι που ονοματίζουμε ζωή.
Πως λοιπόν είναι δυνατόν να δημιουργήται ένας τέτοιος διαχωρισμός :
Η ερώτηση εξωτερικεύτηκε εύκολα και με θράσος σε ώθησε να την τοποθετήσεις ακριβώς απέναντι σου και να την εξετάσεις εκ νέου.
Είχες χάσει και μέσα από αυτή την ήττα είχες χαθεί, οπότε η ταύτιση ηταν σχεδόν αυτόματη. Ήσουν ένας ακόμα μοναχικός άνθρωπος που βίωνε τις συνέπειες των πράξεων του μέσα από το ατομικό ουρλιαχτό που ο εγωισμός του του είχε επιβάλλει, θεωρώντας ότι με αυτό τον τρόπο θα μπορούσε να ξορκίσει ό,τι άφησε πίσω της η καταστροφή του έρωτα.
Ήσουν μια ακόμα παραφωνία μέσα σε ένα σύνολο μαθημένο να προσαρμόζεται και να υπακούει. Και εσύ βρισκόσουν εκεί ξύλινος, άκαμπτος και προδωμένος. Ανίκανος να αποδεχτείς το τέλος και ανυποχώρητος στην οπτική σου. Αυτό ήταν το μειονέκτημα και παράλληλα η απίστευτη τύχη που σε βοήθησε να το δείς.
Η ανυπαρξία οποιασδήποτε εμπειρίας αρχικά σε είχε ωθήσει να θεωρήσεις ότι υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων και δυστυχώς εσυ ανήκες στη λάθος.
Αλίμονο σ` αυτους που δεν δακρύσανε ζωή, την ομορφία σου δεν γνωρίσανε. Κρυμμένο σε αυτούς τους στίχους, ήταν ένα από τα επόμενα πρώτα βράδυα της νέας σου πραγματικότητας, που άκουσες πίσω από τις λέξεις και κούνησες το κεφάλι καταφατικά. Είχες πολλές φορές στο παρελθόν αφήσει τούτες τις λέξεις να ηλεκτρίσουν το ακούστικο σου τύμπανο και τώρα για πρώτη φορά μπόρεσαν να ηλεκτρίσουν και την ψυχή σου.
Ξεκίνησες λοιπόν ένα χορό σκέψεων μέσα στο μυαλό σου και κάθε κίνηση που σε απομάκρυνε από αυτο το νοητικό αδιέξοδο σε έφερνε πιο κοντά σε ένα άλλο μεγαλύτερο και δυσκολότερο.
Γνωρίζω, ερωτεύομαι, πληγώνομαι, μαθαίνω, προχωράω. Σαν βήματα συγκεκριμένου χορού που όμως χόρευες χωρίς ταίρι.
Τα τρία πρώτα ήταν σχετικά κοινά και εύκολα στην κατανόηση. Δυνάμεις αντίρροπες οι οποίες μέσα από την ζήμωση τους με συγκεκριμένους χωροχρονικούς παράγοντες ξεκινούσαν να περιστρέφονται ταυτοχρονα, δίνοντας για λίγο την αίσθηση της ενότητας. Όμως μονο για όσο η κινητήρια ουσία της κάθε μιας δύναμης χωριστά θα έχει την προδιάθεση να συμβιβάζεται ως προς το κοινό συμφέρον ή το λεγόμενο κοινό καλό. Την στιγμή που η πρώτη αντίρρηση εκδηλώνεται, σχεδόν αυτόματα τούτο το κοινωνικό σύνολο έχει τη δύναμη να εναντιωθεί και δυστυχώς πάντα την αξιοποιεί.
Αρχικά, σκέφτηκες, διότι με αυτόν τον τρόπο διασφαλίζει την συνοχή και έτσι την επιβίωση της. Είχε μια λογική που δεν μπορούσες να προσπεράσεις έτσι. Οι κανόνες του συνόλου υπάρχουν διαχρονικά για να διασφαλίζουν τη μακροημέρευση του, ή τουλάχιστον αυτό σου υπαγόρευε η λογική σου.
Όμως είχες κάνει λάθος και το κατανόησες τη στιγμή που προσπάθησες να συνδέσεις το τέταρτο βήμα με τα προηγούμενα. Η γνώση ισχυρίζονται ορισμένοι ειναι δύναμη και εσυ το ένιωσες μέσα από αυτή την τόσο περίεργη κατάσταση. Είναι σίγουρα δύσκολο για την λογική μας να δεχτεί ότι η εννοιολογιή σημασία των λέξεων περνάει πάντα μέσα από μια ατομική οπτικοποίηση της ουσίας τους. Έτσι αυτό που για κάποιον είναι έρωτας και δόσιμο και δέσμευση χωρίς καθρέφτες και ψέμματα, για κάποιον άλλο δεν είναι τίποτα παραπέρα από μια απλή ανταλαγή υγρών και φόβων.
Μια κοινωνική συνθήκη, ανίκανη να ακολουθήσει τα τελευταία δύο βήματα αυτού του χορευτικού απλοικά διότι μέσα από τούτη την συνθήκη δεν αναπτύσεται καμία νέα πραγματικότητα και καμία δυστυχώς ατομική γνώση. Το μόνο που διαιωνίζεται ειναι μια αδιαφορία για το γίγνεσθαι των ανθρώπων γύρω μας και κατά συνέπεια μια αδιαμαρτύρητη αδιαφορία για την ίδια τη ζωή.
Άρα λοιπόν το τραγούδι χρειάζεται να είναι γενικευμένο ώστε να δίνει τη δυνατότητα σε κάθε αδαή να μπορεί να χωρέσει μέσα του τα δικά του μικρά δεδομένα χωρίς να νιώθει ότι χάνει κάτι από την αξία που νομίζει ότι έχει. Όλα για την αυταπάτη της συνοχής.
Γιαυτό η κραυγή που στοχοποιεί και προσαρμόζει έχει μια καποια κοινωνική κατακραυγή. Σαν να φωνάζουν οι πολλοί από την οπτική της εξουσίας τους στο μικρό και θεωρητικά λιγότερο ικανό ότι δεν έχει το παραμικρό δικαίωμα να αποκαλύψει ότι τα ρούχα του βασιλιά είναι ανύπαρκτα. Απλοικά γιατί τότε η υποτιθέμενη εξουσία τους θα εξαφανιστεί κάτω από το βάρος της νόμιμης, εκείνης του βασιλιά, που θα τους προστάξει να δράσουν και έτσι να ξεβολευτούν από τα καλά και ωφέλιμα.
Γιαυτό και οι κοινωνίες δημιούργησαν μια συνθήκη, ίσως την πιο πρόστυχη από όσες ο ανθρώπινος νούς κατάφερε μέχρι στιγμής να κατασκευάσει και απλά την ονόμασαν ηθική.
Μέσα σε αυτή λοιπόν τη συνενοχή της υποκρισίας που οι πολλοί συνένεσαν εξ αρχής να ακολουθήσουν, κατάφεραν να εξοστρακίσουν τη γνώση μέσα από τη μάθηση και το βίωμα σε έναν τόπο έξω και μακρυά από ό,τι αυτές θεωρούσαν σωστό και πρέπων.
Απειλητικές σιωπές που παραμονεύουν πάντα μετά την καταστροφή, είναι τελικά οι σιωπές που μόνο οι πληγωμένοι φοβούνται να βιώσουν. Οι υπόλοιποι δυστυχώς θα εξακολουθήσουν στους αιώνες να προσποιούνται τούτο τον πόνο, και τι ειρωνία, θα συνεχίσουν να γίνονται πιστευτοί για όσο οι λίγοι θα συνεχίζουν να πιστεύουν ότι η δική τους σιωπή είναι ή χρειάζεται να είναι επιβεβλημένη.
Ιδέες που πρωτοσυνάντησες στον Λουκιανό και τον Διογενη που κρατώντας το λυχνάρι του μέρα μεσημέρι έψαχνε στην αγορά για τον άνθρωπο. Ιδέες που βρήκες ίδιες αιώνες αργότερα μέσα από τα λόγια του Φάουστ και του Ζαρατούστρα που με το ίδιο λυχνάρι έψαχνε για το θεό.
Έτσι έμαθες ότι αυτό που η πλειοψηφία ονομάζει υπεράνθρωπο και ασυνήθιστο και θεό δεν είναι κάτι περισσότερο από τον συνειδητό νου.
Εκείνη την οντότητα που ξέρει να δίνεται χωρίς περιορισμούς και ίσως, Εκείνη που ανταμοίβεται με το μοναδικό δώρο της γνώσης που η εμπειρία πάντα κουβαλά στα σωθικά της και κυωφορεί μόνο για τους ικανούς. Μακρυά από το φόβο για το άγνωστο που πάντα θα διακατέχει τους πολλούς αφού ποτέ δεν θα θελήσουν να χαρίσουν τον εαυτό τους, ίσως γιατί δεν έχουν την απαιτούμενη κριτική ικανότητα της κατανόησης της ανυπαρξίας αυτής της υποτιθέμενης ύπαρξης που έτσι πάντα θα παραμένει κενή και άδεια, αφήνοντας το χορό ανεκπλήρωτο και τα βήματα μισά..