Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2013

Το βαλς των χαμένων ονείρων


Καθισμένος σε μια βιτρίνα, περιμένεις καινούργια βλέμματα να σου δώσουν υπόσταση. Να σε αναγνωρίσουν και να σου κρεμάσουν πάλι την ταμπέλα που γράφει ενδιαφέρον...
Αυτή είναι η ανάγκη και ταυτόχρονα η επιθυμία σου. Να καταφέρεις ξανά κάπου να καθρεφτιστείς. Να αφήσεις εκ νέου μια αγκαλιά και μια σταγόνα έρωτα να σε παρασύρουν και να σε μεθύσουν. Δεν είναι δύσκολο άλλωστε. Πάει καιρός που ήπιες τελευταία φορά και ο οργανισμός σου σταδιακά απέβαλε τις αντοχές και τα όρια που είχες δημιουργήσει. Και έτσι στέκεσαι ξανά πίσω από μια βιτρίνα και η ταμπέλα κρεμασμένη στην πόρτα να γράφει με μεγάλα γράμματα την διαθεσιμότητα σου, προκαλώντας τα βλέμματα των περαστικών. Με όμορφα καλλιγραφικά γράμματα, ένα μεγάλο - ΑΝΟΙΧΤΟ.
Όχι πως πριν είχες κλείσει. Απλά είχες δεσμεύσει τις αντοχές σου, την ματιά σου και αν είσαι τυχερός και η εμπειρία έχει αγγίξει την ψυχή σου, είχες δεσμεύσει και το φιλί σου. Κάποτε μια πόρνη σε ένα από αυτά τα κακόφημα στέκια που σύχναζες σου είπε όταν την ρώτησες γιατί δεν φιλά ποτέ κανέναν, ότι στο φιλί της αφήνει πάντα κάτι από την ψυχή της και αυτό δεν έχει αντίτιμο για να το αποκτήσεις. Πρέπει να το αξίζεις.
Σου είχε κάνει εντύπωση γιατί ήσουν και μικρός. Όχι πως τώρα μεγάλωσες. Λίγη εμπειρία παραπάνω κουβαλάς που σε βοηθά να βλέπεις λίγο πιο καθαρά την πραγματικότητα.Όμως  να, μέρες σαν την σημερινή σκέφτεσαι τα λόγια εκείνης της γυναίκας και απλά χαμογελάς. Πλέον το νιώθεις. Ξέρεις τι εννοεί και συμφωνείς. Το κορμί μου υποκύπτει και όχι η ψυχή μου, λες αυθόρμητα στην κοπέλα που κάθεται δεξιά σου. Σε κοιτά με ένα βλέμμα γεμάτο απορία γιατί μιλάτε διαφορετικές γλώσσες και δεν καταλαβαίνει τι λες. Σου χαμογελά όμως. Η μοναξιά μέσα στα μάτια σου της είναι οικεία. Όμως δεν σε καταλαβαίνει.
Αυτή η φράση παραμένει για μερικά δευτερόλεπτα και αντηχεί σε κάθε γωνιά του μυαλού σου. Το κορμί μου υποκύπτει. Οκ , ποιος όμως το ορίζει, σκέφτεσαι. Εγώ απαντάς αυθόρμητα και αυτή σου η απάντηση σχεδόν ταυτόχρονα πυροδοτεί μια μεγαλύτερη και δυσκολότερη ερώτηση. Ποιος είμαι εγώ όμως, αναρωτιέσαι. Μάλλον σε δυσκολεύεις γιατί η γκριμάτσα στο πρόσωπο σου προδίδει μεγάλη απορία. Είναι και αστεία, αλλιώς δεν εξηγείται το χαμόγελο που αυθόρμητα εισπράτεις από το ζευγάρι που καθισμένο σχεδόν απέναντι σου σε παρατηρεί με ενδιαφέρον.
Ποιος είμαι εγώ λοιπόν, να μια ωραία ερώτηση μακρυά από έρωτες, απογοητεύσεις και επιθυμίες παροδικές που το κορμί επιβάλλει ζώντας στους δικούς του ρυθμούς.Ποιος είμαι λοιπόν ;
Άντε απάντα, σκέφτεσαι πάλι αυθόρμητα και νιώθοντας το μυαλό σου να βαραίνει βρίσκεις διέξοδο μέσα από το βλέμμα σου, το οποίο ξεκινά να τρέχει δεξιά και αριστερά σαν μικρό παιδί. Έχει την ίδια ανάγκη για εκτόνωση και ευτυχώς τις ίδιες αντοχές. Μερικές λοιπόν στιγμές μετά καταλήγει στον τοίχο στα αριστερά σου και βουτά, στατικά πλέον μέσα σε ένα κάδρο με ένα μικρό πλεούμενο και μπόλικη θάλασσα. Σου έρχεται αυθόρμητα στο μυαλό ο στίχος του ποιητή. Θεέ μου πόσο μπλε ξοδεύεις για να μην σε βλέπουμε ;
Ποιος είμαι λοιπόν, ξαναρωτάς. Είμαι και εγώ ένα μικρό πλεούμενο λες επηρεασμένος από την εικόνα και ακούγεσαι σίγουρος για αυτή σου την πεποίθηση. Ναι είμαι ένα πλεούμενο. Το σκαρί μου είναι το κορμί μου. Είναι αυτό που βλέπετε. Όμως δεν είμαι αυτό. Μάλλον δεν είμαι μόνο αυτό. Είμαι και όλα αυτά που κουβαλάω. Όλα αυτά τα εμπορεύματα, οι μηχανές, τα αμπάρια και οι σκουριές μου.Αυτά δεν μπορείτε να τα δείτε. Εκεί χρειάζεται άδεια εισόδου διότι εκεί μαζί με όλα αυτά, κάπου σε μια γωνιά, κουβαλώ και την ψυχή μου.
Και οι έρωτες; Τι είναι αν εγώ είμαι πλεούμενο;
Φουρτούνες και ναυάγια απαντάς φωναχτά. Χωρίς πικρία και χωρίς στεναχώρια. Φουρτούνες και ναυάγια που όταν περάσουν (γιατί φίλε μου πάντα περνάνε) σε αφήνουν πιο δυνατό και με μια καινούργια γνώση του σκαριού σου. Των αντοχών του, των δυνατοτήτων του.
Σου αρέσει αυτή η εξήγηση. Μάλλον θα την υιοθετήσεις. Μέσα από αυτή νιώθεις προς στιγμήν λίγο πιο ήρεμος και η ψυχή σου σε ωθεί να επιστρέψεις το βλέμμα σου στον πίνακα και να χαθείς ξανά μέσα στην εικόνα της θάλασσας που ξαφνικά έχει αποκτήσει και ήχο και μυρωδιές.Στο μυαλό σου επανέρχεται μια φράση που άκουγες παλιά στο ραδιόφωνο. Μέσα στη θάλασσα του νου περιπλανιέμαι, χαμογελώντας απλόχερα στην ομορφιά που η ζωή χαρίζει στις εικόνες μου.
Το κουβαλάς καιρό και είναι εύκολο ανά πάσα στιγμή να το ανακαλέσεις στη μνήμη σου. Όμως τώρα αρχίζεις να κατανοείς τι σημαίνει.
Είμαι τελικά ένα πλεούμενο, λες στην κοπέλα που κάθεται δίπλα σου και αυτή απλά σου χαμογελά. Έχει καταλάβει τελικά ότι είσαι παλαβός και σε πάει με το μαλακό.
Ένα πλεούμενο στην απεραντοσύνη της ζωής, συνεχίζεις φωναχτά και αυτό είναι το έναυσμα ώστε το κάθισμα στα δεξιά σου να αδειάσει. Ένα πλεούμενο λοιπόν, το οποίο όμως πάει που ;
Άλλο ένα όμορφο και συνάμα δύσκολο ερώτημα. Καρφώνεις το βλέμμα σου ξανά στον πίνακα και το μικρο πλεούμενο έτσι όπως είναι αποτυπωμένο έχει μια κλίση προς τα αριστερά. Το παρατηρείς όμως δεν σε βοηθά κάπου .Θα μπορούσε να είναι το αντίστροφο. Σημασία τελικά μάλλον έχει το πως πηγαίνεις και όχι το που. Δυστυχώς μέσα στην καθημερινότητα που η ζωή επιβάλλει, μαθαίνουμε πάντα κάπου να πηγαίνουμε. Πάντα να έχουμε ένα σκοπό, και έτσι χωρίς να μπορούμε να το δούμε ο σκοπός αυτός γίνεται σημαία σε ένα πλεούμενο που χωρά μονάχα τις δικές μας ανάγκες και έτσι τα βράδια που ξαπλώνουμε αφήνουμε χώρο μόνο για την μοναξιά μας. Δυστυχώς δεν έχουμε χρόνο για κάτι άλλο. Ο στόχος μας κάνει να το πιστεύουμε και έτσι όταν κάποιες φορές ένα άλλο πλεούμενο έρχεται κοντά και προσπαθεί να επικοινωνήσει είμαστε ανίκανοι να ακούσουμε κάτι πέρα από ένα τελικό αντίο.
Το βλέμμα σου παραδομένο στην εικόνα μύριζε την αλμύρα που η θάλασσα απλόχερα ξόδευε παντού. Όμως κάτι σου έλειπε και ήταν μερικές σκέψεις αργότερα που το εντόπισες. Χρειαζόσουν μουσική. Έναν τρόπο να ντύσεις και να συντονίσεις τα πάντα σε ένα ρυθμό που ίσως να σε έκανε λίγο να ηρεμήσεις μέσα από το αίσθημα της ολοκλήρωσης που θα προσέφερε.
'Εψαξες διεξοδικά σε κάθε γωνιά του μυαλού σου, και ήσουν έτοιμος να τα παρατήσεις όταν ένας θόρυβος ξεκίνησε να μαγνητίζει τις σκέψεις σου. Έγινε εντονότερος και καθαρότερος και όταν πήρες μια βαθιά ανάσα, αποδεχόμενος πλέον την αδυναμία σου να εντοπίσεις την πηγή προέλευσης του, χαμογέλασες, ξεφύσηξες και έμεινες να ακούς, παραδομένος και χωρίς πλέον να νοιάζεσαι για την ταμπέλα στην πόρτα.
Το βαλς των χαμένων ονείρων. Αυτή θα είναι η μουσική μας υπόκρουση. Ένα βαλς και μάλιστα όχι όποιο να `ναι αλλά αυτό που μιλάει για χαμένα όνειρα.
Πόσο δύσκολο είναι πάντα να ακούς για αυτά τα χαμένα όνειρα. Ακόμα πιο δύσκολο είναι όμως να μιλάς για αυτά. Ξέρεις γιατί;
Διότι έτσι παραδέχεσαι ότι είναι χαμένα. Έτσι απλά.
Και γυρίζεις μέσα σου να δεις πότε ακριβώς έφυγε η ελπίδα της εκπλήρωσης και πέρασαν στην αντιπέρα όχθη. Μέσα σου, εκεί βαθιά λοιπόν στην ψυχή σου, η ελπίδα σε κοιτά και σου χαμογελά. Και εσύ τρελαίνεσαι. Σαν να βρίσκεσαι στην θάλασσα και φωνάζεις από την γέφυρα του πλοίου ότι είδες κάποιον να περιμένει εκεί στη μέση του πουθενά για σωτηρία. Άνθρωπος φωνάζεις, άνθρωπος.
Μα απάντηση δεν παίρνεις καμιά. Διατρέχεις όλο το πλοίο φωνάζοντας και ζητώντας βοήθεια.Στο τέλος ξέπνοος καταλήγεις και πάλι στη γέφυρα και συνειδητοποιείς οτι στο πλοίο είσαι μόνο σου. Εκτός από εσένα δεν ακούγεται να χτυπά καμία άλλη καρδιά. Και ένα βαλς να ακούγεται από τα μεγάφωνα. Όχι ένα οποιοδήποτε βαλς αλλά αυτό των χαμένων ονείρων.
Όχι φωνάζεις, όχι περιμένετε. Δεν είναι χαμένα. Είδα την ελπίδα, είναι ζωντανή. Δεν γίνεται να είναι χαμένα.
Το πλοίο έχει προχωρήσει,το κορμί ανάσκελα στη θάλασσα όλο και πλησιάζει προς το πλοίο, προς την γέφυρα, ώσπου αγκαλιάζονται. 
Παύση ..., κενό και οι φωνές σου ακολουθώντας, παύουν αναπάντεχα.
Σαστίζεις, δεν ξέρεις πως να αντιδράσεις και γιαυτό δεν κάνεις τίποτα. Στέκεις βουβός στη γέφυρα ακούγοντας ένα βαλς. Όχι οποιοδήποτε βαλς αλλά αυτό, των χαμένων ονείρων. Παρατηρώντας το σώμα σου να επιπλέει ξέπνοο και νεκρό.